Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Τα Δωδεκάνησα και οι Σικελοί.


Την περασμένη εβδομάδα, πάλι με τους γονείς μου, και πάλι για μία επέμβαση ρουτίνας, βρέθηκα στη Ρόδο, αυτή τη φορά τρεις μέρες μόνο. Μαλακός Νοέμβριος, ήλιος, η ροδίτικη ώχρα φθινοπωρινή, πιο μελιά το μεσημέρι, κάπως γκριζαρισμένη το απόγευμα.
Καμιά - μιάμιση ώρα προτού σκοτεινιάσει, βγαίναμε με τον (ογδονταεξάχρονο) πατέρα μου για βόλτα (Νιοχώρι, Μαντράκι, Παλιά Πόλη), περπατούσαμε στο δικό μου τέμπο, ο πατέρας μου να ιστορεί ασταμάτητα, και στις ανηφοριές, και σημειωτέον μέχρι το τέλος του ωριαίου περπατήματός μας δίχως ίχνος λαχανιάσματος. Τον καμάρωνα, απολάμβανα και τις ιστορίες του.
Κάποια στιγμή στον παραλιακό, από τον περισπασμό των δυνατών εικόνων, τον διακόπτω, "Μπαμπά, και στην Κω, και ιδίως στη Ρόδο, και πριν ένα μήνα και τώρα, έχω πολύ συχνά την εντύπωση ότι βρίσκομαι Σικελία. Κατάνια, Συρακούσες, και πολύ περισσότερο Παλέρμο. Η αρχιτεκτονική; -η πολεοδομία; -το αστικό πράσινο;". "Να μην απορείς καθόλου", μου απαντά, ο οποίος επίσης έχει επισκεφτεί τη Σικελία, "σχεδόν όλοι οι διοικητές της Δωδεκανήσου επί ιταλοκρατίας ήτανε Σικελοί".
Και λόγω της εξαιρετικής του μνήμης -θα με εξέπλησσε να μη θυμάται σωστά-, δε θα ερευνούσα την ιστορική ακρίβεια της πληροφορίας, και επιπλέον γιατί μου αρκούσε, ακόμα κι αν ήταν μόνο για να δέσει εκείνο το ωραίο απομεσήμερο τη Ρόδο με το Παλέρμο, ή τους Σικελούς με τους Ροδίτες στο τέλος της δεκαετίας του '30 όταν τον έφερε παιδάκι με το καΐκι του στη Ρόδο, για τις αμυγδαλές του, ο παππούς του, ο καπετάν Μάρκος Τριανταφύλλου, ή τον εγγονό τον καθισμένο στα πόδια του καπετάνιου μ' εκείνον το μαύρο, ένα γκαρσόνι σε καφενείο της Παλιάς Πόλης, που τον σερβίρει να πιει για πρώτη φορά στη ζωή του αγελαδινό γάλα -ανήκουστο ακόμα τότε στο χωριό του, την Κέφαλο της Κω, να πίνει άνθρωπος το γάλα της αγελάδας-, και άλλα πολλά, γλαφυρά όλα, και αφηγήματα της Μεσογείου.
Αλλά και προχτές, που κάτι έλεγα σχετικό με τους φίκους σε Δωδεκάνησα και Σικελία σε αυλή φυτωρίου εδώ στην Κω, "Μα", πετιέται ο ιδιοκτήτης, "δεν το ξέρεις ότι οι πιο πολλοί στη Δωδεκάνησο τις παραγγελίες μας τις κάνουμε σε μεγάλα φυτώρια της Σικελίας;".




Από το ίδιο ταξίδι, άλλες δύο αναρτήσεις (1, 2).

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Στη μνήμη των 1604 Ροδίων και Κώων εβραίων μαρτύρων.


Ρόδος, Παλιά Πόλη, Πλατεία Μαρτύρων Εβραίων. Το Μνημείο του Ολοκαυτώματος για τους Ρόδιους και Κώους εβραίους. Από το 2002. Ήδη δις επιδιορθωμένο μετά από βανδαλισμούς, το 2008 και το 2012. Στο κέντρο της ομώνυμης πλατειούλας με τους έξι φίκους, δίπλα στο σιντριβανάκι με τους ιππόκαμπους.


ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΠΟΤΕ

ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΜΝΗΜΗ 
ΤΩΝ 1604
ΕΒΡΑΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ
ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΩ
ΠΟΥ ΕΞΟΝΤΩΘΗΚΑΝ
ΣΤΑ ΝΑΖΙΣΤΙΚΑ 
ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

23 ΙΟΥΛΙΟΥ 1944

(Παλαιότερη ανάρτηση σχετική με τους εβραίους της Κω, εδώ.)

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Τα σιντριβάνια της Ρόδου.


Σιντριβάνια που προσομοιάζουν με κρουνούς κρήνης, με βρυσούλες σωστότερα∙ όχι με πίδακες ή με καταρράκτες. Από τις πρώτες εικόνες εκλεπτυσμένου αστικού τοπίου της μνήμης μου. [Η μυστική δική μου Ρόδος.]

 

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Το Σκοτεινό Νησί -η αποκατάσταση.


Το επόμενο τρίμηνο - τετράμηνο θα διορθώνω εντατικά το πρώτο μου πεζό, τη νουβέλα Το Σκοτεινό Νησί. Από καιρό διεκδικεί μέσα μου ένα είδος αποκατάστασης. Δεκαεπτά χρόνια μετά την αρχική εκδοχή του σε θεατρική μορφή, και μια δεκαετία μετά τη μετατροπή του σε πρόζα, τότε που από τη λυτρωτική παρόρμηση να απομακρυνθώ από το θέατρο, (μαζί με τη χαρά επιτέλους να σαρώνονται όλα τα προσκόμματα, όπως ένα ποτάμι με ορμητική ροή απομακρύνει λογής μπάζα από την κοίτη του, ό,τι με κράταγε θέλω να πω μακριά από την πεζογραφία, και μάλιστα της μακράς έκτασης), Το Σκοτεινό Νησί ξεχώρισα και πήρα μαζί μου φεύγοντας, αλλά και μ' όσα κατέκτησα έκτοτε, πολλά μικρά - μεγάλα της τέχνης μου μυστικά σε τούτη την εντωμεταξύ καλύτερη δεκαετία της ζωής μου, επιστρέφω από σήμερα σαν με τρυφερότητα σ' αυτό το ενδιάμεσο, όμως και πρώτο ολόκληρο διάβημα της αυθεντικής συγγραφικής μου ζωής, να το φροντίσω, να το επιμεληθώ, να του αποδώσω την τιμητική πρώτη θέση ανάμεσα στα κατοπινά αγαπημένα.
Τους επόμενους τρεις - τέσσερις μήνες, λοιπόν, θα αραιώσω τις αναρτήσεις -όσοι με παρακολουθείτε, μην ανησυχήσετε. Θα λείπω για καλό σκοπό.

 [Manuel Moncayo (1989-).]

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Ο γιος της Κίττυς, και εγγονός της Σάρας, και δισέγγονος της Ζουλιέτας και του Μουσέ Μενασέ!




Σε κείμενα που μου ζητήθηκαν για την Κω έχω συχνά αναφερθεί στην κουλτούρα ανοχής των κατοίκων του νησιού, που προϋπήρχε και που συνέβαλε στην τουριστική ανάπτυξη. Σ’ ένα απ’ αυτά (Κως, ήτανε το πεπρωμένο της ο τουρισμός), τον Ιούλιο του 2013, για το ειδικό τεύχος 444 της Athens Voice, σημείωνα ανάμεσα σε άλλα:

«…Μια βόλτα στην πόλη, και από τον ιδιότυπο συγκρητισμό των μνημείων της, τις ορθόδοξες εκκλησιές μαζί με την καθολική μητρόπολη, τα τζαμιά, τη συναγωγή, τη λαϊκή νησιωτική αρχιτεκτονική μαζί με τα ιταλικά δημόσια κτίρια, το κάστρο των Ιπποτών, τα παλαιοχριστιανικά ερείπια μαζί με την Κάζα Ρομάνα, το ρωμαϊκό ωδείο, τα αρχαιολογικά πάρκα και το Ασκληπιείο, και μόνο από το συγκερασμό όλων αυτών, ο επισκέπτης της πόλης μπορεί να εικάσει τη συνειδητή ή ασύνειδη πολυπολιτισμική ανεκτικότητα των κατοίκων της.
Η γιαγιά μου έλεγε πως στα παλιά χρόνια σε περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας σύσσωμος ο πληθυσμός ακολουθούσε τη λιτανεία πρώτα του μητροπολίτη, έπειτα του ραβίνου, στο τέλος του χότζα, «κι οποιανού έπιανε η ευχή», όποιου εισακουγόταν η δέηση.
Γειτόνισσα και καλή της φίλη ήταν η Ζουλιέτα Μενασέ, εβραία με καταγωγή από τη μικρασιατική Μέλασσο, σπουδασμένη στο προπολεμικό Παρίσι –οι περίπλοκες μαγειρικές του σπιτιού μας ήτανε πάντοτε δικές της συνταγές–, μαζί με τους υπόλοιπους εβραίους του νησιού έφτασε ως τα κρεματόρια, σώθηκε όμως κι έσωσε την οικογένειά της λόγω του τουρκικού διαβατηρίου της, βέβαια έκτοτε με κλονισμένη ψυχική υγεία. Η μεγάλη κόρη της, η Ρενάτα, ήτανε συμμαθήτρια κι επίσης στενή φίλη της μάνας μου, και τα καλοκαίρια ενώνονταν στα παιχνίδια μας, στην αυλή της συναγωγής και στο γειτονικό αρχαιολογικό πάρκο, τα εγγόνια της από το Ισραήλ, η Μύριαμ, ο Νώε, η Κίττυ…»

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

Νεοϋορκέζος στην Καμπούλ.


Andro, 03.11.2017, http://www.andro.gr/apopsi/newyorker-kabul/ 
Γράφει ο Αντώνης Νικολής.

Μπορεί ένας Αφγανός που ζει σήμερα στην Καμπούλ να είναι κάποιος σύγχρονος στην αντίληψη, στις κεραίες του, πολίτης, άρα και δημιουργός; Κάποιος Νεοϋορκέζος, ας πούμε –αν θεωρήσουμε τη Νέα Υόρκη ακόμη κέντρο του κόσμου όσο και κατ’ αναλογία την Καμπούλ ακραίο σημείο στην περιφέρειά του; Το αντιθετικό ζεύγος του τίτλου, Νεοϋορκέζος στην Καμπούλ, για να καταστήσω πιο εύληπτο, πιο αδρό, το Νεοϋορκέζος στην Αθήνα. Μπορεί ένας Νεοέλληνας σήμερα να νιώσει, άρα και να εκφράσει ό,τι ονομάζουμε σύγχρονο ρίγος;
Η παραπάνω και οι συναφείς με αυτήν ερωτήσεις μάλλον απαιτούν για να απαντηθούν πολλές πραγματείες μαζί, που ούτε προτίθεμαι ούτε είναι δουλειά μου. Μερικές σκέψεις μόνο καταχωρίζω εδώ, περισσότερο ιδιοσυγκρασιακού χαρακτήρα και λιγότερο προϊόντα επισταμένης ανάλυσης.
Μία εύλογη απάντηση θα ήταν: «Ε, και τι τον μέλει έναν Νεοέλληνα το ρίγος της Νέας Υόρκης, ας αρκεστεί στο δικό του, το τωρινό αθηναϊκό, και μάλιστα το φοβερό της κρίσης, κι εδώ που τα λέμε ποιος ο λόγος να τον ενδιαφέρει ή και πώς θα μπορούσε να καταπιαστεί με κάτι πέρα από την εμπειρία του.»
Πράγματι. Με τη διαφορά πως, ενώ δε βιώνει την πραγματικότητα της Νέας Υόρκης, όμως ούτε περιμένει για να την πληροφορηθεί με καθυστέρηση μηνών, εβδομάδων, ημερών επιλεγμένες ειδήσεις, ή έως ότου υποτιτλιστούν ή μεταφραστούν τα πλέον συζητημένα αμερικανικά μυθιστορήματα ή ταινίες∙ βλέπει και μάλιστα ταυτόχρονα τις ίδιες σειρές, περιδιαβάζει τους ίδιους ειδησεογραφικούς ιστότοπους με τους σύγχρονούς του Νεοϋορκέζους, και το κυριότερο, το ίδιο κάνει εκείνο το κρίσιμο ποσοστό γύρω του, οι ευαίσθητοι στους δέκτες τους Νεοέλληνες, οι συντονισμένοι με τους καιρούς τους, οι οποίοι, μολονότι ευάριθμοι, είναι και οι σημαίνοντες, οι επιδραστικοί όπως πια τους λέμε, αυτοί που καθορίζουν τις τρέχουσες αξίες και τρόπους της ζωής και εδώ, στην Αθήνα –βέβαια με κάποια διαφορά φάσης.
Δε ζει στη Νέα Υόρκη, όμως οι κεραίες οι δικές του και των συγκαιρινών του είναι σε μεγάλο βαθμό συγχρονισμένες με τα διαδραματιζόμενα εκεί. Άρα;
Για να αντιληφθούμε την αντίφαση, ας προσπαθήσουμε να δούμε τις διαφορές των δύο κοινωνιών: ώριμη μετανεωτερική δυτική η αμερικανική, με πολλή προνεωτερική βαλκανική καθυστέρηση η νεοελληνική. Εδώ, φέρ’ ειπείν, ακόμα και σε τουριστικούς τόπους τις Κυριακές οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπάνε επτά η ώρα το πρωί και οι λειτουργίες από τα μεγάφωνα στη διαπασών ακούγονται δεκάδες μέτρα γύρω από τους ναούς, λες και απευθύνονται σε πληθυσμό που ζει με λάμπες και ξυπνά από τα άγρια χαράματα για τις εργασίες στο χωράφι, που αν συνυπολογίσουμε και τα μεγάφωνα, να το πάλι το γνωστό νεοελληνικό τουρλού, όλες οι εποχές ανάκατες, το τέλειο άλλοθι και η χαρά του κάθε αντιδραστικού.
Σε μία από τις παλιότερες σπουδαίες τηλεοπτικές σειρές των τελευταίων δύο δεκαετιών, στο Six Feet Under / Γραφείο Κηδειών Φίσερ (2001-2005), του Alan Ball, μεταξύ των βασικών χαρακτήρων ο David, ο δευτερότοκος της οικογένειας των εργολάβων κηδειών, είναι ομοφυλόφιλος, από τις πρώτες φορές που με πολλή τόλμη και σοβαρότητα προβάλλεται ένας τέτοιος ήρωας –να θυμίσω ο Άλαν Μπολ (1957-) είναι επίσης ο σεναριογράφος της εμβληματικής πια ταινίας «American beauty» (1999)-, στα extras της σειράς εκπρόσωπος του Συλλόγου Ομοφυλόφιλων Εργολάβων Κηδειών ΗΠΑ (ναι, αυτό σημαίνει ώριμη δυτική κοινωνία) συγχαίρει τους συντελεστές, γιατί μέσω του χαρακτήρα του David εξαίρεται το κύρος των μελών του εν λόγω συλλόγου. Σε αντιδιαστολή, μη φτάσουμε μέχρι την Καμπούλ, ήδη εδώ, στο ένδοξο λίκνο της δημοκρατίας, δεν υπάρχει ακόμη καν αποτεφρωτήριο, δεν υπάρχει καν ένα τζαμί, και τα λείψανα των μουσουλμάνων συμπολιτών, για να ταφούν σε ομόθρησκά τους νεκροταφεία, χρειάζεται να μεταφερθούν στη Δυτική Θράκη...