Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Λουκιανός, ο Σύρος αττικιστής.


Πρωτοήρθα σε επαφή με κείμενα του Λουκιανού μαθητής βέβαια, περισσότερο στη σχολή, αργότερα αγαπούσα να τον διδάσκω, πριν από μερικά χρόνια με πολλή απόλαυση διάβασα ως και την τελευταία γραμμή των απάντων του. Εντρυφώντας στη γραμματεία της Δεύτερης Σοφιστικής δε γίνεται να μην κάνω και πάλι μια μεγάλη στάση στο έργο του. Στον Λουκιανό αντανακλώνται κατά τρόπο συχνά απλοϊκό, όμως με χάρη, πολλές από τις αξίες της κλασικής λογοτεχνίας, αποτελεί άλλωστε ένα θαυμάσιο πάτημα όταν κατευθυνόμαστε πίσω προς τους κλασικούς, ένα σταθμό σε πλησιέστερη σ' εμάς εποχή. Επίσης –κι αυτό κι αν είναι θαυμαστό- δεν είναι μόνο ο Σύρος αττικιστής, αλλά κι ο τελευταίος που διακόνησε γόνιμα δημιουργικά και παρά τη μεγάλη χρονική απόσταση την ενδοξότερη συγχρονία της ελληνικής γλώσσας, την κλασική αττική διάλεκτο.
Υπάρχουν δύο συγγραφείς της ελληνικής γλώσσας -δεν ξέρω να πω αν και λογοτέχνες- που εκτιμώ για τη δουλειά τους στη γλώσσα ή για το βλέμμα προς τους σύγχρονούς τους, διαφορετικοί οπωσδήποτε, συγγραφείς που άλλωστε αγαπώ πολύ, ο Λουκιανός αρχαιότερος, και νεότερος ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28/6/1836-7/1/1904). Αλλά τον Λουκιανό τον συνδέω συνειρμικά και μ’ έναν άλλον πολυαγαπημένο, κι αυτόν εξόριστο από τη μητρική του, και που εξόχως ευδοκίμησε σε ανάδοχη γλώσσα (ετούτος στην αγγλική), τον Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ (22/4/1899-2/7/1977).
Ο Λουκιανός, σοφιστής και συγγραφέας: οι κύριες ιδιότητές του, γεννήθηκε περί το 120 μ.Χ. στα Σαμόσατα, την πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον πάνω Ευφράτη της Συρίας. Ονόμαζε τον εαυτό του Σύρο (γράφω δὲ Ἀσσύριος ἐὼν/ και γράφω όντας Σύρος, αν δεχτούμε ως γνήσιο έργο το «Περὶ τῆς Συρίης θεοῦ», παρ. 1), αλλά και στο διάλογο «Δὶς κατηγορούμενος» (παρ. 27), όπου βάζει την προσωποποιημένη Ρητορική να τον μέμφεται πως την πρόδωσε παρόλο που εκείνη τον μάζεψε και τον περιέθαλψε όταν περιπλανιόταν στην Ιωνία «μειράκιον ὄντα, βάρβαρον ἔτι τὴν φωνὴν καὶ μονονουχὶ κάνδυν ἐνδεδυκότα εἰς τὸν Ἀσσύριον τρόπον», τότε που όχι μόνο μιλούσε τη συριακή γλώσσα αλλά ήτανε ντυμένος και ως Σύρος.
Αλλά την πρώτη εκδήλωση της κλίσης του προς τα γράμματα τη μαρτυρεί ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό «Περὶ τοῦ ἐνυπνίου ἤτοι βίος Λουκιανοῦ». Μετά τη βασική εκπαίδευσή του (στα διδασκαλεῖα), γιατί η παιδεία απαιτούσε κόπους, χρόνο και χρήμα, οι φίλοι του πατέρα του τον συμβούλευσαν ο μικρός Λουκιανός να ακολουθήσει την τέχνη του παππού του από τη μητέρα του (τοῦ μητροπάτορος, τοῦ λιθοξόου) και των δύο θείων του, του ενός μάλιστα παρόντος κατά τη συζήτηση, την τέχνη της γλυπτικής. Ο πατέρας του Λουκιανού συμφώνησε, γιατί (ὁπότε γὰρ ἀφεθείην ὑπὸ τῶν διδασκάλων, ἀποξέων ἂν τὸν κηρὸν ἢ βόας ἢ ἵππους ἢ καὶ νὴ Δί’ ἀνθρώπους ἀνέπλαττον, εἰκότας, ὡς ἐδόκουν τῷ πατρὶ / όποτε σχόλαγα από το σχολείο, ξύνοντας το κερί (από την πλάκα γραψίματος) έπλαθα ή βόδια ή άλογα ή μα τον Δία ανθρώπους ολόιδιους ζωντανούς, όπως φαινόντουσαν στον πατέρα μου, «Περὶ τοῦ ἐνυπνίου…»,  παρ. 2). Όμως ήδη την πρώτη μέρα στο εργαστήρι, κι όταν παρά την εντολή του θείου του να χτυπήσει μαλακά ένα κομμάτι πλάκας εκείνος το έσπασε, για να εισπράξει ευθύς πολλές ξυλιές από τον αδελφό της μητέρας του, πήρε δρόμο, γύρισε στο πατρικό του, και με πολλά δάκρυα αρνιόταν να ξαναπιάσει στα χέρια εργαλεία λιθοξόου. Κι όπως τον πήρε ο ύπνος δακρυσμένο, ότι είδε όνειρο με τις δυο γυναίκες να τον διεκδικούν, την Ἑρμογλυφικὴν και την Παιδείαν, και πως αυτός μάλα γεγηθὼς /με πολλή χαρά ακολούθησε τη δεύτερη.  
Μορφώθηκε σε ρητορικές σχολές της Ιωνίας, άσκησε τη δικανική ρητορεία στην Αντιόχεια –το κατώτερο είδος της ρητορικής, για λόγους βιοποριστικούς. Αργότερα επιδόθηκε σε σπουδές επιδεικτικής ή σοφιστικής ρητορικής στη Σμύρνη. Και ως σοφιστής πλέον περιόδευσε σε πόλεις της Μικράς Ασίας, Ελλάδας, Ιταλίας, Γαλατίας. Από τη σοφιστική μεταπήδησε στη φιλοσοφία. Τον επηρέασαν οι Επικούρειοι, κυρίως οι Κυνικοί, και μάλιστα ιδιαίτερα η κυνική φιλοσοφία στη λαϊκή εκδοχή της. Αντιπαθούσε τους δογματικούς Στωικούς. Γύρω στο 165 μ.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου καλλιέργησε το είδος των σκωπτικών διαλόγων του (Νεκρικοί, Ἑταιρικοί, κ.ά). Ηλικιωμένος, πήρε δημόσια θέση στην Αίγυπτο, κάτι που νεότερος επέκρινε. Πέθανε άγνωστο ακριβώς πότε, στο διάστημα ανάμεσα στο 180 και το 192 μ.Χ.
Τα έργα του υποδιαιρούνται σε μελέτες ή επιδεικτικούς λόγους, σε διαλόγους, σε επιστολές και τέλος στα έργα με μορφή μυθιστοριογραφίας (εδώ υπάγεται, αν θεωρηθεί γνήσιο δικό του, και το Λούκιος ἢ ὄνος).  
Ένα νηφάλιο πνεύμα, ένας καλλιεργημένος άνθρωπος σε καιρούς αβέβαιους και ρευστούς. Κατά πολλούς -και προς αυτή την άποψη κλίνω-, ο τεχνικότερος και ευφυέστερος συγγραφέας των αυτοκρατορικών χρόνων.
Αλλά συνήθως είναι πιο συγκρατημένη η αποτίμηση του έργου του. Ενδεικτικά τρία αποσπάσματα από τον Άλμπιν Λέσκι (Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1985) –η ένστασή μου, ότι δεν αποφεύγει το συχνό σφάλμα των φιλολόγων, να συγχέουν τα όρια μιας εποχής με τις δυνατότητες των δημιουργών που υποχρεωτικά περιορίζονται ή υπόκεινται σε αυτά:
(Σελ. 1146 – 1147) Τα πιο πολυθαυμασμένα χωρία δοξασμένων τεχνιτών του λόγου, η ατελείωτη φιλονεικία ανάμεσα στις φιλοσοφικές σχολές των κρατών των Διαδόχων, η σταθερή διείσδυση του αλόγου στοιχείου με τη μορφή του μοναχικού μυστικισμού ή της χαμηλής δεισιδαιμονίας, όλα αυτά στην εποχή των Αντωνίνων συνοδεύονται από το γέλιο ενός ανθρώπου που κοίταζε τον κόσμο με σκεπτικισμό και είχε επάγγελμα την κοροϊδία.
(Σελ. 1147) Εκτεταμένα διαβάσματα τον έκαμαν τέλειον κάτοχο των άφθονων τύπων του αττικού πεζού λόγου και του εξασφάλισαν μιαν εσώτατη γνωριμία με την ελληνική ποίηση από τον Όμηρο ως τους Αλεξανδρινούς. Όχι ότι μπήκε στα προβλήματα της μεγάλης ποίησης∙ αυτό που ξέρει καλά είναι η θεματολογία καθώς και τα εξωτερικά περιγράμματα. Παραθέματα και ακόμα πιο πολύ υπαινιγμούς, τους έχει άφθονους και πρόχειρους. Το παρελθόν τού αποκαλύπτεται πλουσιότατο μέσα στον κόσμο της Νέας κωμωδίας.
(Σελ. 1151) Ο Λουκιανός διάβασε πολλά κι έμαθε πολλά στις ρητορικές σχολές, δεν είχε όμως το χάρισμα να αφομοιώνει αυτά που έπαιρνε. Από την άλλη μεριά όμως η γνώμη μερικών νεότερων ότι δεν είχε καθόλου φαντασία, είναι κάπως υπερβολική. Αρκετά από τη σκηνοθεσία και τη φαντασία των συγγραμμάτων αποτελούν ευνοϊκές μαρτυρίες για το συγγραφέα.