Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Οι ομηρικοί άντρες ευχαριστιόντουσαν το κλάμα (Οδ. Π. 202 – 219).


(Τόσο στην Ιλιάδα όσο κι εδώ στην Οδύσσεια οι άντρες στην πρώτη ευκαιρία κλαίνε πολύ. Εντυπωσιακά πολύ. Όταν χάνουν συντρόφους, όταν θυμούνται τους γονείς, ζώντες είτε νεκρούς, ιδιαίτερα τον πατέρα. Κλαίνε σαν μικρά παιδιά, σαν αγόρια που δεν τους είπε κανείς ότι αυτό δεν τους ταιριάζει. Γενικότερα στον ομηρικό κόσμο οι άνθρωποι είναι αμεσότεροι στην έκφρασή τους. Είναι και μέρος της γοητείας των επών η εντύπωση πως μελετάς μακρινές περίεργες ανθρωπολογικές καταγραφές, ενός Claude Lévi-Strauss φέρ’ ειπείν.
Εδώ η θεά Αθηνά επαναφέρει στην αρχική του μορφή τον Οδυσσέα, για να διευκολύνει το ξανασμίξιμό του με τον Τηλέμαχο. Ο γιος όμως εύλογα δυσπιστεί, υποθέτει πως ο πρώην γέρος ζητιάνος που μεταμορφώθηκε σε νεότερο λαμπρό άντρα δεν είναι παρά κάποιος θεός που έχει βαλθεί να τον τρελάνει. Ο Οδυσσέας τον επιπλήττει.)

«Τηλέμαχε, απέναντι στον αγαπημένο πατέρα σου, δε σου ταιριάζει ν’ απορείς μήτε υπέρμετρα να εκπλήσσεσαι. Γιατί δε θα ’ρθει εδώ κανένας άλλος Οδυσσέας, μόνον ετούτος μπροστά σου, εγώ που έπαθα συμφορές και που περιπλανήθηκα σε πολλές χώρες, και που τώρα γυρίζω στην πατρίδα ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια. Κι αυτό που με απορία κοιτάζεις είναι το έργο της θεάς Αθηνάς, εκείνης που εξασφαλίζει τα λάφυρα της νίκης, που μου 'δωσε τη μορφή που ήθελε -γιατί έχει τη δύναμη- να δείχνω άλλοτε ίδιος με ζαρωμένο ζητιάνο, κι άλλοτε πάλι νέος άντρας ντυμένος με ρούχα όμορφα. Γιατί ’ναι εύκολο για τους θεούς που κατοικούν στον πλατύ ουρανό είτε να χαρίσουν δόξα στο θνητό είτε να τον κακομεταχειριστούν.»
Αυτά είπε κι ύστερα κάθισε. Αλλά κι ο Τηλέμαχος έπεσε ν’ αγκαλιάσει τον ένδοξο πατέρα του, ξέσπασε σε κλάματα κι έχυνε δάκρυα. Ξύπνησε και στους δυο ο πόθος να θρηνήσουν, κι έκλαιγαν με λυγμούς δυνατούς, κραυγές πιο σπαραξικάρδιες κι απ’ των όρνιων, των θαλάσσιων αετών ή των γυπών με τα γαμψά νύχια, εκείνων που οι χωριάτες τούς αρπάξανε τα μικρά τους προτού βγάλουνε φτερά. Τόσο πονεμένα άφηναν τα δάκρυα να στάζουν απ’ τα βλέφαρά τους.
   
(Henri Lucien Douset (1856-1895) Ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος ξανασμίγουν (1880).)

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία π, στίχοι 202 – 219]