Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Το ριζωμένο κρεβάτι (Οδ. Ψ. 177 – 217).


(Το κρεβάτι της Πηνελόπης και του Οδυσσέα -τι άλλο;- ήτανε ριζωμένο.
Δεν της αρκεί ως αναγνωριστικό σημάδι η ουλή από το άσπρο δόντι του κάπρου στο πόδι του άντρα της, τον δοκιμάζει και με το ιδιαίτερο μυστικό της κλίνης τους.)

«Εμπρός, λοιπόν, Ευρύκλεια, στρώσε το κρεβάτι του έξω από την καλοχτισμένη κάμαρά μας, που ο ίδιος την έχτισε, έξω εκεί να του μεταφέρεις ολόκληρο το κρεβάτι και βάλε στρώμα και προβιές και χλαίνες και λαμπερά σκεπάσματα.»
Έτσι είπε δοκιμάζοντας τον άντρα της∙ κι ο Οδυσσέας με στενοχώρια απάντησε στη συνετή κι αγαπημένη σύζυγο: «Γυναίκα, αυτά τα λόγια σου, αλήθεια, με στενοχωρήσανε πολύ. Ποιος μετακίνησε το κρεβάτι μου; Θα ήτανε δύσκολο και για τον καλύτερο τεχνίτη, εκτός αν ένας θεός ο ίδιος ερχόταν, αυτός μόνο αν ήθελε θα το μετακινούσε εύκολα σε άλλο μέρος. Ανάμεσα στους ανθρώπους, όμως, κανένας ζωντανός θνητός, ούτε στα καλά του νιάτα, δε θα του άλλαζε θέση με ευκολία, καν με μοχλό, γιατί υπάρχει απ’ την κατασκευή του ένα μεγάλο μυστικό στο σκαλιστό κρεβάτι, δικό μου δημιούργημα, όχι κάποιου άλλου.
Φύτρωσε δέντρο στενόφυλλης ελιάς μες στην περίφρακτη αυλή μας, και ήρθε σε πλήρη ανάπτυξη και ακμή και σε πάχος όσο μια κολόνα. Κι εγώ τότε ολόγυρα από το δέντρο έχτισα μια κάμαρα, που την έφτιαξα με στέρεους λίθους, ψηλά την κάλυψα με στεγανή σκεπή, και πρόσθεσα καλά αρμοσμένα και στέρεα θυρόφυλλα. Κι ύστερα έκοψα τα κλαδιά και τη φούντα της στενόφυλλης ελιάς, και τον υπόλοιπο κορμό, από τη ρίζα ως το πάνω μέρος, προσεκτικά και επιδέξια κλάδεψα και πελέκησα με χάλκινο σκεπάρνι, και με το νήμα της στάθμης το ίσιωσα, να γίνει το ένα ποδάρι του κρεβατιού, κι άνοιξα όλες τις τρύπες με τρυπάνι. Και πάνω εκεί στερέωσα κι έφτιαξα το σκαλιστό κρεβάτι, στολίζοντάς το με χρυσάφι και ασήμι και φίλντισι. Και στο εσωτερικό του, για πλέγμα, τέντωσα λουριά από δέρμα βοδιού σε χρώμα λαμπερό κόκκινο. Λοιπόν, τώρα, το κρυφό σημάδι σ’ το φανέρωσα, όμως δεν ξέρω καθόλου αν για χάρη μου στέκει αμετακίνητο ακόμα ή κάποιος άντρας ήδη έκοψε την ελιά απ’ τη ρίζα και το μετέφερε αλλού.»
Έτσι είπε κι εκείνης τής λύθηκαν τα γόνατα και η καρδιά της, τα αλάθευτα σημάδια σαν αναγνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα. Ανάβλυσαν τα δάκρυά της, έτρεξε προς το μέρος του, τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του, του φίλαγε το κεφάλι και του είπε: «Μη μου θυμώνεις, Οδυσσέα, εσύ που απ' όλους τους ανθρώπους υπερέχεις στη σοφία. Οι θεοί μάς έστειλαν άθλια βάσανα, γιατί ζήλεψαν εμάς τους δυο, ο ένας του άλλου τα νιάτα να χαρούμε, και συντροφευμένοι ως τα βαθιά γεράματα να φτάσουμε. Όμως μην οργίζεσαι και μην αγανακτείς που δε σου ’δειξα από την πρώτη στιγμή που σε είδα την αγάπη μου όπως τώρα. Γιατί πάντοτε έτρεμε η ψυχή μέσα στα στήθη μου μην ερχόταν εδώ κανείς και με εξαπατούσε με τα λόγια του∙ γιατί πολλοί σοφίζονται τα κακά κέρδη.»        

(Οδυσσέας και Πηνελόπη. Τερακότα (5ος αιών. π.Χ.), Μουσείο Λούβρου.)

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ψ, στίχοι 177 – 217]