Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Το όνειρο της Πηνελόπης (Οδ. Δ. 795 – 839).


(Η Πηνελόπη μαθαίνει για την ενέδρα που έστησαν στον Τηλέμαχο οι μνηστήρες. Κλαίει και οδύρεται μέχρι που την παίρνει ο ύπνος.)

Τότε, λοιπόν, άλλο σκαρφίστηκε η Αθηνά με τα λαμπερά μάτια. Έφτιαξε μια άυλη μορφή που έμοιαζε στην όψη με την αδελφή της Πηνελόπης, την Ιφθίμη, κόρη κι εκείνη του μεγαλόκαρδου Ικάριου και που την πήρε γυναίκα του ο Εύμηλος στο σπίτι του στις Φερές. Την έστειλε στο παλάτι του διαλεχτού Οδυσσέα, στην Πηνελόπη που θρηνούσε κι οδυρόταν, να τη σταματήσει απ’ το θρήνο, το κλάμα και τα δάκρυα. Μπήκε στην κάμαρα παρά το δεμένο λουρί στο σύρτη, στάθηκε πάνω από το κεφάλι της, για να της πει: «Κοιμάσαι, Πηνελόπη μου, με την καρδιά ολότελα θλιμμένη; Μα δε θα σ’ αφήσουν οι θεοί που οι ίδιοι ευημερούν εσένα να κλαις και να στενοχωριέσαι, -θα γυρίσει πάλι εδώ ο γιος σου∙ γιατί δεν έφταιξε σε τίποτε στους θεούς εκείνος.»
Κι η συνετή Πηνελόπη τής απάντησε τότε βαθιά και γλυκά κοιμισμένη και μέσα από τις πύλες των ονείρων: «Τι ήρθες εδώ, αδελφούλα μου; Δεν τις συνηθίζεις τις επισκέψεις, γιατί μένεις πολύ μακριά μας. Μου ζητάς να μη νιώθω πια θλίψη και πόνο που ταράζει το μυαλό και την ψυχή, που πρώτα έχασα άντρα ξακουστό και λεοντόκαρδο, που σε κάθε αρετή διακρινόταν ανάμεσα στους Δαναούς, και η καλή του φήμη είναι διαδομένη στα πέρατα της Ελλάδας και σ’ όλο το Άργος. Τώρα, πάλι, ο αγαπημένος μου γιος βγήκε στο πέλαγος με βαθύ καράβι, ο άμυαλος, που είναι άπειρος στους κόπους και στα λόγια. Γι’ αυτόν περισσότερο εγώ θρηνώ παρά για τον Οδυσσέα, και τρέμω και φοβάμαι μην πάθει κάτι ή σε κάποιον απ' τους τόπους όπου τρέχει ή σε κάποια θάλασσα∙ γιατί είναι πολλοί οι εχθροί του που μηχανεύονται πράγματα εναντίον του και θέλουν να τον σκοτώσουν προτού φτάσει πίσω στην πατρική γη.»
Και η αδιόρατη άυλη μορφή τής απάντησε και της είπε: «Έχε θάρρος, κι ας μη δειλιάζει τόσο η καρδιά σου, γιατί έρχεται μαζί του οδηγός που κι άλλοι άντρες θα ’θελαν πολύ να τους παραστέκει –καθώς έχει πολλή δύναμη-, η Παλλάδα Αθηνά∙ κι εσένα σε λυπάται που θρηνείς, και μ’ έστειλε εδωπέρα να σου μιλήσω.»
Κι η συνετή Πηνελόπη, πάλι, της απαντά: «Αν είσαι θεά, κι αν άκουσες φωνή θεού, έλα, σε παρακαλώ, πες μου για κείνον το δύσμοιρο τον Οδυσσέα αν ίσως ζει ακόμα κι αν βλέπει το φως του ήλιου ή είναι πεθαμένος πια και βρίσκεται στον κάτω κόσμο.»
Και της απάντησε η αδιόρατη άυλη μορφή: «Δε θα σου πω για κείνον καθαρά αν ζει ή πέθανε∙ είναι κακό να σκορπάμε τα λόγια μας στον αέρα.» Είπε και παρά τον κλειστό σύρτη στον παραστάτη της πόρτας βγήκε από την κάμαρα και χάθηκε στην πνοή του ανέμου. 

(Πελαγία Κυριαζή, από την έκθεση έργων της «Το όνειρο και το οικείο», Μάιος – Ιούνιος 2013, που διοργάνωσε το ΜΙΕΤ. Για την Π.Κ. και 1, 2.) 

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία δ, στίχοι 795 – 839]