Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Ο Άι Γιώργης και ο δράκος του.

Ο Άι Γιώργης και ο δράκος του

image

















Athens Voice, 31/ 7/2014.

Σε πρόσφατο ταξίδι μου στη βόρεια Ιταλία βρέθηκα ξανά σε αίθουσες με ζωγραφική της Αναγέννησης. Υπάρχει κάτι εδώ σχεδόν απτό υλικό, η αίσθηση της απαρχής του σύγχρονου κόσμου. Καλλιτέχνες που ατενίζουν με ήσυχη αισιοδοξία τη ζωή, που δίχως επιτήδευση τολμούν νέες μορφές ή ρυθμούς, ξανοίγονται σε ευρείς ορίζοντες. Λιγότερη επιθετικότητα ή σκοτάδι, περισσότερο φως ή ζωτικός χώρος. Και σταδιακά στο κέντρο της σκηνής ή του βλέμματος τοποθετείται ο ένας, το άτομο.
Τζιότο, Βερονέζε, Τιτσιάνο και Τιντορέτο, αντίστοιχα σε Πάντοβα, Βερόνα, τους τελευταίους δύο στην Gallerie dell'Accademia της Βενετίας. Αλλά στην Πινακοθήκη της Ακαδημίας τίποτε δε θα μου εντυπωνόταν όσο ο San Giorgio, ο Άγιος Γεώργιος, έργο του 1460, του Αντρέα Μαντένια (1431 - 1506). Τον σκεφτόμουν μέρες. Αυτός ο Άι Γιώργης, έλεγα, είναι ο σύγχρονος άνθρωπος καθ' αυτόν. Τι πόζα, πόση αυτοκυριαρχία και αυτοπεποίθηση: το άτομο επιδεικνύει τη βούληση και την ικανότητα να κατακτήσει την ελευθερία του.
image
Ο ζωγράφος σχεδόν ειρωνεύεται το θέμα του, με το λογχισμένο δράκο σε δεύτερο πλάνο και με τη νεκρή μουσούδα του να εξέχει στην κορνίζα, περισσότερο θήραμα κυνηγού, με το μαλακό τοπίο, το φιδίσιο δρόμο που ανηφορίζει σε κάτι σαν ακρόπολη, με το φωτεινό γαλάζιο ουρανό και τα συννεφάκια, με τη γιρλάντα τα κλαδιά και τους καρπούς στην κορφή του πίνακα, μ’ όλη αυτή την ελευθερία στη σύνθεση αλλά και στην απόδοση του θέματος να μαρτυρεί, αναλογιζόμουν, την επερχόμενη αμφισβήτηση της δογματικής σκέψης, την αρχή της εμπιστοσύνης στον ορθό λόγο, την έξοδο προς το νεωτερικό κόσμο.
Αλλά δε μου αρέσουν οι εκ του προχείρου επιστημοσύνες. Μιλώ περισσότερο για μια ιδιοσυγκρασιακή εντύπωση: οι εικόνες της Αναγέννησης μου φαίνονται περίπου η απεικόνιση της στιγμής ή της περιόδου που ο προβολέας της Ιστορίας ή της Περιπέτειας του ανθρώπου αποχώρησε από τα μέρη μας, μετακόμισε για δυτικότερα. Είναι, εντούτοις, εικόνες που όταν τις παρατηρώ δεν κάνω συγκρίσεις, δε μεμψιμοιρώ. Αυτή είναι η φύση του πλανήτη, της ζωής. Τίποτε δεν παραμένει σταθερό, αμετάβλητο. Άλλοτε ήταν εδώ ο εν λόγω προβολέας, τώρα εκεί, στο μέλλον παραπέρα.
Άλλο με απασχολεί. Αν δεν είναι πολύ αυθαίρετο να θεωρώ τον Άγιο Γεώργιο του Μαντένια αρχετυπική εικόνα του σημερινού δυτικού ανθρώπου, αυτή η εικόνα γιατί να μην περιέχει και εμένα τον Νεοέλληνα, αν δε με περιέχει πράγματι; Και την κατανοώ, και είναι μέρος της παιδείας μου, και το σημαντικότερο, διεκδικώ καθημερινά αυτή τη στάση και αυτή την ενατένιση απέναντι στον κόσμο. Και, εμπάση περιπτώσει, αν δεν είμαι ένας δυτικός, τότε ποιος είναι ο σύγχρονος δυτικός ή ποια η δύση; Όσο προσπαθώ από χρόνια δε βρίσκω άλλη ουσιαστική διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς και τους Δυτικοευρωπαίους πέρα από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα όρια του ιδιωτικού (του ατόμου και της αντίληψης των συμφερόντων του) σε αντιδιαστολή με το δημόσιο (συλλογικούς θεσμούς και κράτος). Δε θα σταθώ στις θεολογικού τύπου αναλύσεις των νεορθόδοξων. Κατέληξαν ρητορείες, νομίζω, και τα περί καθ’ ημάς ανατολής, εντέλει, ακόμα ένα άλλοθι για την αντιδραστική αδράνεια.
Ποιοι είμαστε τελικά οι Νεοέλληνες; Γιατί αρκετοί από μας θυμίζουν ή νιώθουν εγκλωβισμένοι φραγκολεβαντίνοι (ο όρος είναι μειωτικός, δε μου διαφεύγει) σε μονίμως υπανάπτυκτη βαλκανική χώρα;
Δε γνωρίζω σε ποιο βαθμό θρησκευτικές ή άλλες πολιτιστικές ιδιαιτερότητες μπορούν να καταστήσουν κάποιον στο μεδούλι του μη δυτικό (και ο μη δυτικός, άραγε, πώς ονομάζεται σήμερα;), πάντως δεν πρέπει να είναι αυτή η περίπτωσή μας. Το αποδεικνύουν, νομίζω, οι Έλληνες μετανάστες σε δυτική Ευρώπη και ΗΠΑ, με το ίδιο με εμάς πολιτιστικό φορτίο (θρησκεία, παράδοση κ.τ.ό.), και παρ’ όλ’ αυτά ενίοτε εξαιρετικά διακεκριμένοι στις κοινωνίες υποδοχής, συχνά και οι πρώτης γενιάς.
Παράδοξο και αντίφαση μαζί: πώς γίνεται οι Έλληνες να είμαστε δυνάμει δυτικοί πολίτες, αλλά να ζούμε σε μια ιστορική συνθήκη πεισματικά «εν μέρει μόνο δυτική»; Οι Έλληνες δυτικοί, η Ελλάδα όχι; Αντί γι’ απάντηση (η οποία θα με οδηγούσε στις εκ του προχείρου επιστημοσύνες), θα δώσω δύο παραδείγματα, που νομίζω περιγράφουν, ίσως και απαντούν στα ερωτήματα.
Στο πρώτο, Ελληνοαμερικάνος, ακόμα όχι πλήρως πολιτογραφημένος στη νέα του πατρίδα, έχει επιστρέψει στην Ελλάδα για διακοπές, έχει απλώσει την αρίδα στην αυλή φίλου, κοιτάζει το κηπάριο, το φράκτη, τις πλάκες στο πεζοδρόμιο, το δέντρο που μαζί με τις υπόλοιπες αυθαιρεσίες αποφάσισε να το αλλάξει και αυτό ο φίλος του, γιατί δεν του άρεσε να είναι όπως τα υπόλοιπα της δεντροστοιχίας, δε συμφωνούσε με την επιλογή από την αρμόδια υπηρεσία του δήμου. «Ρε συ», λέει ύστερα από βαθύ αναστεναγμό ο Ελληνοαμερικάνος, «η Ελλάδα είναι η καλύτερη δημοκρατία του κόσμου! Στην Αμερική, αλίμονό σου, αν δεν κουρέψεις το γκαζόν, τρως πρόστιμο. Ούτε τη μάντρα σου δεν μπορείς να φτιάξεις όπως γουστάρεις! Μιλάμε, νόμοι για τα πάντα!»
Στο δεύτερο, σαραντάρης, εγκαταστημένος από χρόνια στην Αγγλία, μου εκμυστηρευόταν τις προάλλες ότι πήρε την αγγλική υπηκοότητα αλλά δε θέλει να το μάθουν οι δικοί του, -πάντοτε ελπίζουν ότι θα επιστρέψει-, «Αν εξαιρέσω το κλίμα και δυο τρεις ανθρώπους που καμιά φορά μού λείπουν, να γυρίσω γιατί; Εκεί υπάρχει κράτος, ξέρεις επιτρέπεται αυτό, δεν επιτρέπεται εκείνο, οι νόμοι είναι αυτοί, είναι σαφείς, το κυριότερο, εφαρμόσιμοι. Κάνεις τη δουλειά σου, είσαι σωστός, και από κει και πέρα έχεις τη δυνατότητα να ζεις με αξιοπρέπεια. Κανένας κερατάς, γιατί ξύπνησε στραβά ή δεν ξέρω για ποιο λόγο, δε θα σε προσβάλει. Κανένας! Κάθε φορά που γυρνάω στην Ελλάδα, ειλικρινά, απορώ πώς βρέθηκε αυτή η χώρα στην Ένωση. Μόνο για τους αρχαίους Έλληνες; Είναι δυνατόν;»

Στο τρέχον τεύχος 104 του Εντευκτηρίου προδημοσιεύεται (με τον αυτοτελή τίτλο "Το θάρρος των αισθημάτων") απόσπασμα από τη νουβέλα μου "Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα"/ υπό έκδοση από Το Ροδακιό.

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Ο αφηγητής στο Moon Palace του Πολ Όστερ παρεμπιπτόντως για την τέχνη του Γουσταύου Φλομπέρ.

Στο πολύ δυνατό μυθιστόρημα του Auster "Moon Palace" ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο Μάρκο Στάνλεϊ Φογκ (που του έχει ζητηθεί από τον Έφινγκ, τον τυφλό και στο καρότσι εργοδότη του, να περιγράφει όσα τούς περιβάλλουν στις βόλτες τους) σημειώνει:
"Δεν έκανα πολύ καλή δουλειά. Συνειδητοποιούσα ότι δεν είχα αποκτήσει ποτέ τη συνήθεια να κοιτάζω τα πράγματα από κοντά και τώρα που μου ζητούσαν να το κάνω, τα αποτελέσματα ήταν τρομερά ανεπαρκή. Μέχρι τότε είχα πάντα την τάση να γενικεύω, να βλέπω μάλλον τις ομοιότητες ανάμεσα στα πράγματα παρά τις διαφορές τους. Τώρα μ' έριχναν στον κόσμο των λεπτομερειών και ο αγώνας να τις ζωντανέψω με λέξεις, να επισημάνω τα στοιχεία που γίνονταν αμέσως αντιληπτά με τις αισθήσεις, παρουσίαζε μια πρόκληση για την οποία ήμουν ανεπαρκώς προετοιμασμένος. Για να πάρει αυτό που ήθελε, ο Έφινγκ θα έπρεπε να είχε προσλάβει τον Φλομπέρ να τον σπρώχνει τριγύρω στους δρόμους -όμως ακόμη κι ο Φλομπέρ δούλευε αργά, μερικές φορές μοχθούσε για ώρες ίσα-ίσα για να γράψει σωστά μια μονάχα πρόταση."
Πολ Όστερ "Το Παλάτι του Φεγγαριού", Ζαχαρόπουλος, τρίτη έκδοση, σελ. 155-156.
[Για τον G. Flaubert και 1, 2, 3.]

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Γιάννης Ιωαννίδης (1950-2014).

Εξέλιπε αιφνιδιαστικά χτες το απόγευμα ο Γιάννης Ιωαννίδης, ιδρυτής και εκδότης του Βήματος της Κω.
Απώλεια για το νησί.
Ευπροσήγορος και ευγενής στο γραφείο του κι όπου αλλού βρεθήκαμε τα τελευταία χρόνια.

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Veronese, Mantegna, Giotto, η Galla Placidia και ο Cole Porter.

(1)
(2)
(3α)
(3β)
(4)
Στο ταξίδι από το Μπέργκαμο ως την Μπολόνια τέσσερις δυνατές στιγμές. Τόλμη και φωτεινότητα στην Αναγέννηση (1 - 3β), φωτεινός ο θόλος ακόμα και στην ύστερη αρχαιότητα (4).

(1) Στο κτήριο Gran Guardia (Piazza Bra) στη Βερόνα η έκθεση έργων του Πάολο Βερονέζε (1528 - 1588) με τον ταιριαστό τίτλο The illusion of reality / η ψευδαίσθηση (οι ιστορικοί της τέχνης προτιμούν παραίσθηση) της πραγματικότητας, -είχα πολύ καιρό να δω πόσο η αληθοφάνεια παραμένει πρόφαση, η αφήγηση μεταβολίζει το υλικό της μνήμης.

(2) Στην Gallerie dell'Accademia στη Βενετία, τον San Giorgio, έργο του 1460, του Αντρέα Μαντένια (1431 - 1506). Τι πόζα, αυτοκυριαρχία και αυτοπεποίθηση: το άτομο επιδεικνύει τη βούληση και την ικανότητα να κατακτήσει την ελευθερία του. Αυτός ο Αη Γιώργης είναι ο σύγχρονος άνθρωπος καθ' αυτόν. Τον σκεφτόμουν μέρες. 

(3α,β) Capella degli Scrovegni, Παρεκκλήσιο των Σκροβένι, στην Πάντοβα. Ναός ιστορημένος εξολοκλήρου, περί το 1305, από τον Τζότο ντι Μποντόνε (περίπου 1267-1337). Φωτεινά χρώματα, τολμηρή κίνηση: ο μέγας Giotto. Δεν είμαι ιστορικός της τέχνης, είναι ίσως μόνο ιδιοσυγκρασιακή εμμονή ή συγκίνησή μου. Κάθε φορά που βλέπω Τζιότο νομίζω πως κοιτάζω την εποχή που η Ιστορία -ή η Ανθρώπινη Περιπέτεια να το πω με πιο ζεστές λέξεις- πήρε δρόμο από τα μέρη μας, κίνησε για δυτικότερα.

(4) Το Μαυσωλείο της Galla Pacidia, στη Ραβέννα, τον 5ο αιώνα μ.Χ. Τα ψηφιδωτά στα μνημεία της πόλης, η τελευταία φωτεινή εικόνα του αρχαίου κόσμου, η πρώτη λένε του βυζαντινού. Κοιτάζοντας το θόλο σ' αυτό το μαυσωλείο σε επίσκεψή του το 1920 εμπνεύστηκε ο Κολ Πόρτερ (1891-1964) τη σύνθεση "Night and Day".

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Aghi di pino, οι Πευκοβελόνες του Bergamo.

11 Ιουλίου, βράδυ, σε πλατεία της Κάτω Πόλης στο Μπέργκαμο. Μας γοητεύει η πόλη κι οι Aghi di pino, οι Πευκοβελόνες της. Canti popolari bergamaschi e non, αυτοσυστήνονται, φρεσκάρουν παλιές ντόπιες μουσικές. 

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Λογοτεχνία.

Λογοτεχνία

image


















Athens Voice, 10-7-2014.
Θα πρέπει να ήμουν προσχολικής ηλικίας και πάντως όχι μεγαλύτερος από έξι ή επτά χρόνων στην ανάμνηση με τη γιαγιά μου να μου διαβάζει παραμύθια. Άκουγα με έξαψη, τηρουμένων των αναλογιών σε κατάσταση υψηλής έξαρσης, άνθρωποι, εικόνες, συμβάντα τρέχανε στο μυαλό μου, εκείνη διάβαζε από το ολιγοσέλιδο τεύχος, μέσα μου αντίθετα στήνονταν ολόκληρες υπερπαραγωγές, τα μύρια όσα. Αυτά τα τευχίδια πρέπει να τα προμηθευόταν από το πρακτορείο των εφημερίδων απέναντι από το εμπορικό του παππού, ήτανε πολύ φτηνές εκδόσεις, δίχως καν σκληρό εξώφυλλο, μόνο με ένα υποτυπώδες σχέδιο και γράμματα του τίτλου σαν καλλιγραφικά ιδιόχειρα, στο εσωτερικό πυκνότατα τυπωμένες σελίδες, με μεγάλες παραγράφους, χωρίς κενά, ψιλό χαρτί, να φεγγρίζουν κάτω από τις αράδες τα στοιχεία της πίσω σελίδας.
Θυμήθηκα και τη γιαγιά και τα παραμύθια της και το να περιεργάζομαι έπειτα ένα απ’ αυτά τα φυλλάδια όπως ένα μηχανολογικό εξάρτημα, απορημένος από πού ξεπηδούσαν όλα εκείνα τα θαυμαστά, που ήτανε μόνο γράμματα, συνεχές κείμενο, τα θυμήθηκα εξιχνιάζοντας μερικές από τις τωρινές συγγραφικές εμμονές μου: το γιατί μ’ αρέσουν οι μεγάλες παράγραφοι, γιατί απεχθάνομαι το κενό ανάμεσά τους, ότι παρά τις σπουδές, παρά την όποια κατάρτισή μου, παραμένει το ισχυρότερο κριτήριό μου για ένα κείμενο το πόσο γρήγορα, ύστερα από πόσες αράδες, βία μερικές σελίδες, αυτό που διαβάζω παύει να είναι τυπογραφικά στοιχεία στο χαρτί ή στην οθόνη, γίνεται εικόνες, κόσμοι, μορφές.
Από τον Όμηρο ως τον Ιωάννου κι από τη Σαπφώ ως τον Σαχτούρη χρειάζονται δυο τρεις γραμμές και η συναρπαστική μετάβαση έχει ήδη συντελεστεί. Πριν από λίγα χρόνια καθίσαμε μ’ έναν φίλο απέναντι από τα ράφια της βιβλιοθήκης του, κατεβάζαμε βιβλία παλιά διαβασμένα, ελέγχαμε την αντοχή τους, το ένα μετά το άλλο τα παρατάγαμε αποκαρδιωμένοι. Εωσότου πιάσαμε τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, φτάσαμε ως τη σελίδα πενήντα σχεδόν απνευστί και μεταφερμένοι εκεί, στο Μεγάλο Κάστρο του. Πρόσφατα στο λιμάνι του Ηρακλείου έπεσα σε οδική σήμανση «Προς Άγιο Μηνά», στη στιγμή γλίστρησε στη μνήμη μου ο καβαλάρης Άι-Μηνάς του μυθιστορήματος, παραχωρούσαν οι εικόνες μπροστά μου τη θέση τους στις άλλες, τις νοερές, τις πλασμένες από το κείμενο του οιστρήλατου Κρητικού. Η δύναμη της λογοτεχνίας, βέβαια.
Ο λόγος, και όχι μόνο του λογοτέχνη, όταν υπακούει στην ανάγκη της έκφρασης, της σκέψης ή της επικοινωνίας, φέρει όπως λέμε περιεχόμενο, αναγκάζεται να εφεύρει την προσήκουσα στο περιεχόμενο αυτό μορφή. Διαφορετικά, είναι λογής απομιμήσεις ύφους, ιδίως απομιμήσεις αισθημάτων, που συνεπάγονται πόζα και επιτήδευση, τις ποικίλες εκδοχές του στόμφου. Ρητορισμοί, γλωσσικά στερεότυπα, κοινοί τόποι, λεξιθηρία, εύκολα λογοπαίγνια. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό που λέμε «πολύ καλό, σαν μεταφρασμένο», που είναι το ίδιο με το «ωραία λουλούδια, σαν ψεύτικα».
Δεν μπορώ να ξεχάσω τον Αύγουστο του 2007 στις πυρκαγιές της Πελοποννήσου, σε μια από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές που υπέστη ποτέ η χώρα, με νεκρούς κοντά στους εβδομήντα, χιλιάδες άστεγους, τον πρωθυπουργό Κωστάκη να μιλάει, και μετά τις δυο λέξεις του να μην μπορώ να συγκεντρωθώ στα λεγόμενά του, να αφαιρούμαι, κι ύστερα, επόμενη είδηση, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιωργάκη, ετούτος με το σακάκι στον ώμο, να διαγράφεται το μεσήλικο fit κορμί, εδώ αρκούσε και μόνο το βλέμμα του, καν να προφέρει μία λέξη, για να αφαιρεθώ. Μα αν οι ηγέτες αυτής της κοινωνίας μπροστά σε εβδομήντα φέρετρα και με καμένο το Μοριά δεν ήτανε σε θέση να συνταιριάξουν ένα συναίσθημα (τη λύπη) και μία πνευματική κατάσταση (τη σοβαρότητα) με πέντε λέξεις, οι υπόλοιποι γιατί δε βλέπαμε την επερχόμενη χρεωκοπία, μαζί μ’ όλα της τα συμπαρομαρτούντα;
Παρέκκλινα κάπως λόγω θέματος. Ο λόγος που σκέφτομαι τα τευχίδια εκείνα δεν είναι μόνο που πιθανώς υπήρξαν η πρώτη μύησή μου στη λογοτεχνία είναι γι’ ακόμα μια αιτία, λίγο πιο πεζή αυτή. Οι παππούδες που από οικονομική δυσχέρεια μου αγόραζαν τα φτηνά δίχως εικονογράφηση παραμύθια είχαν το πρώτο εργοστάσιο ντομάτας, το πρώτο αυτοκίνητο και το πρώτο ράδιο του νησιού, πτώχευσαν και, παρόλο που ο παππούς δεν έπαψε να καταγίνεται με το εμπόριο, στο τέλος κουτσοζούσαν με μια λειψή σύνταξη από το ταμείο των εμπόρων. Αυτοί ήταν οι δεξιοί παππούδες, η οικογένεια της μάνας μου. Αντίθετα, η άλλη μισή οικογένεια, οι γονείς του πατέρα μου, εκείνοι ήταν αριστεροί, δάσκαλος ο παππούς, παύθηκε από την υπηρεσία του για τους αγώνες και τα ιδεώδη του, αποκαταστάθηκε αργότερα και εντέλει απολάμβανε μια καλή σύνταξη, ήταν οι παππούδες με τα γενναιόδωρα χαρτζιλίκια. Αγαπημένοι στη μνήμη εξίσου και οι τέσσερις, εννοείται.
Και αυτά συνέβαιναν πριν από το 1981, προτού απογίνει ο ιθαγενής «κρατισμός», αλλά και πολύ πριν τη σημερινή μετά τη χρεωκοπία προκλητική κατίσχυσή του. Για να διατηρεί κιόλας το κύρος της η νεοελληνική παγκοσμίως μοναδική δήλωση φθόνου στην κατακλείδα των παραμυθιών: και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα! (Το «καλά» και το «καλύτερα» από την άποψη του εν λόγω «κρατισμού», να αποσαφηνίσω.)

Στο άμεσο προσεχές διάστημα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» η νουβέλα μου «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα».

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Το άγριο κάτασπρο άλογο του Γιάννη Ρίτσου.


Γιάννης Ρίτσος, (Μονεμβασιά, 1 Μαΐου 1909 - Αθήνα, 11 Νοεμβρίου 1990), ποιητής.

«…
Θυμάμαι ένα άγριο κάτασπρο άλογο, δεμένο απ’ το πόδι
           σ’ ένα δέντρο. Πώς τιναζόταν,
πώς άφριζε η ουρά του, η χαίτη του ∙ πώς κυματίζανε οι
           μυώνες σ’ όλο το κορμί του
κάτω απ’ το λαμπερό λευκό του τρίχωμα. Θαρρούσα
πώς θα κοπεί το πόδι του απ’ τη ρίζα ∙ (ίσως
καμιά λευτεριά δεν κερδίζεται χωρίς κάποια δική μας
            θυσία). Κι αλήθεια,
έσπασε το σκοινί κι όχι το πόδι του ∙ κι ενώ έκθαμβη περίμενα
την αστραπή της φυγής του, εκείνο
έκανε πέντε αργά μεγάλα βήματα και στάθηκε
κοιτώντας σοβαρά και περίλυπα την κομμένη τριχιά του.
…»

[Γιάννης Ρίτσος: Φαίδρα, απόσπασμα από τη σελ. 25, Κέδρος, 3η έκδοση, 1978.]
 

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Το τελετουργικό τραπεζομάντιλο της Κατερίνας Αγγελάκη - Ρουκ.

Η Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ (1939-), ποιήτρια και μεταφράστρια.
""...
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
...""

(Απόσπασμα από το ομώνυμο ποίημα της συλλογής "Η ανορεξία της ύπαρξης", 2011, "Ποίηση 1963-2011", εκδόσεις Καστανιώτη.)

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Νίκος Στρατάκης: Χρωματιστό μου όνειρο.

 

Χρωματιστό μου όνειρο
Χρωματιστό μου όνειρο, πες μου ποια μαύρα χέρια
σ' αγγίζουνε και γίνονται στο στήθος μου μαχαίρια.

Σύνθεση - ενορχήστρωση Νίκος Στρατάκης, στίχοι Δέσποινα Σπαντιδάκη, τραγούδι Γιώργος Στρατάκης. Από τη συλλογή "Ανάσα" (2014).


Λίγες μέρες αφότου γύρισα Κω, -απευθείας από Ηράκλειο, από το αεροδρόμιο Νίκος Καζαντζάκης, κιόλας. Το Χρωματιστό όνειρο το ακούγαμε στις διαδρομές από το Κουρταλιώτικο Φαράγγι, -τι δυνατό τοπίο. Στις βραχώδεις πλευρές ανθισμένα μοβ θυμάρια, μοβ κι οι λυγαριές στους φράχτες και στις άκριες των δρόμων, μοσχοβολούσαν κι αυτές, μας χτυπούσαν οι μυρωδιές απ' τ' ανοιχτά παράθυρα, και σε κάθε μικρή - μεγάλη ρεματιά οι αυτοφυείς κόκκινες πικροδάφνες, σκόρπια και τα τελευταία κίτρινα ανθάκια στα σπάρτα. Από το Κουρταλιώτικο για Πρέβελη, Πλακιά, Ροδάκινο - Κόρακα, Σούδα.