Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Κως, πολλές ηδονές σε μία μόνο συλλαβή.



(Στο περιοδικό Blue της Aegean Airlines, Νο 45.)

 Αντώνης Νικολής
Κως, πολλές ηδονές σε μία μόνο συλλαβή

Η Κως είναι νησί μαλακό στις γραμμές του, με βουνά που μοιάζουν με λόφους, με ήπιες κατωφέρειες, γήλοφους, εύφορες επίπεδες εκτάσεις, γη που απλώνεται νωχελικά ως τη θάλασσα, στην άκρη του νοτιανατολικού Αιγαίου, στο μέσον των Δωδεκανήσων. Υπάρχει μία αισθητή ηδύτητα στο τοπίο, υποβάλλει μία ιδιότυπη αισθησιακή χαλαρότητα ο ίδιος ο τόπος, οι εξοχικοί δρόμοι στην ενδοχώρα του νησιού, οι πολλές κι εκτεταμένες σε χιλιόμετρα αμμουδερές παραλίες, στη βόρεια πλευρά από το Μαστιχάρι ως τον Άγιο Φωκά, επίσης στις νοτιοανατολικές ακτές από την Καρδάμαινα ως την Κέφαλο.
Το όρος Δίκαιος χωρίζει το νησί στα δυο, σε δύο κάπως διαφορετικά μικροκλίματα, στη βορειότερη πλευρά, όπου βρίσκεται η πόλη, με περισσότερη υγρασία και πράσινο, στη νοτιότερη με έντονη την ώχρα από τα πορώδη ασβεστολιθικά εδάφη, με διαφορετική συχνά χλωρίδα, όπως τα δάση αρκεύθων στη διαδρομή ανάμεσα στην Αντιμάχεια και την Κέφαλο.  
Η Κως είναι ένα σχετικά μεγάλο νησί, με περίπου 35 χιλιάδες κατοίκους.
Η ομώνυμη πρωτεύουσά της, μία μικρή σύγχρονη τουριστική πόλη, έχει χρώμα ιταλικό δωδεκανησιακό στο κέντρο της, κυρίως στα δημόσια κτήρια, ενώ την ιδιαίτερη εικόνα στο ιστό της συμπληρώνουν τα μεγάλα αρχαιολογικά πάρκα, όπως και οι δεντροστοιχίες, φίκοι, πλατάνια, φοινικοειδή, την κάπως ανατολίζουσα ατμόσφαιρά της. Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα όπως και στον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της, ανάλογο της Ρόδου, συμβάλλει ο ιδιότυπος συγκρητισμός των ιστορικών και πολιτιστικών μνημείων της, άλλα αρχαιοελληνικά με κύριο το Ασκληπιείο, ρωμαϊκά όπως η αναστηλωμένη Κάζα Ρομάνα, πολλά παλαιοχριστιανικά, επίσης βυζαντινά, ιπποτικά όπως το κάστρο της Νεραντζίας στον παλιό λιμενοβραχίονα, οθωμανικά όπως το τέμενος της Λότζας στην πλατεία με τον πλάτανο το λεγόμενο του Ιπποκράτους, καθολικοί ναοί, η συναγωγή, απομεινάρι της ακμάζουσας άλλοτε εβραϊκής κοινότητας, οι ορθόδοξες εκκλησιές βέβαια, η νεοελληνική λαϊκή αρχιτεκτονική, όση διασώθηκε μετά το σεισμό του 1933 στις εξοχές ή στα χωριά της βορεινής πλαγιάς του Δίκαιου, στο Ασφενδιού και τους δορυφόρους συνοικισμούς του.
Αξίζει μια βόλτα με ποδήλατο στους σύγχρονους ποδηλατόδρομους, κάποτε ήτανε και προσωνύμιο της Κω: το νησί των ποδηλάτων. Τότε που οι περισσότερες οικογένειες είχαν τόσα ποδήλατα όσα τα μέλη τους.
Αλλά οι μεγάλες ωραίες διαδρομές απαιτούν αυτοκίνητο ή μηχανή. Από την πόλη ως τα Θερμά (στους τολμηρούς συνιστάται και μεταμεσονύκτια επίσκεψη στην καυτή πηγή που εκβάλλει στη θάλασσα). Από το Ασκληπιείο ως τις Χαϊκούτες. Από το Λαγούδι ως το Πυλί με στάση στο ερειπωμένο Παλιό Πυλί. Πάνω από το Πυλί με κατεύθυνση προς την τουριστική Καρδάμαινα, ή στο μέσον παρακάμπτοντας για το ιπποτικό κι αυτό κάστρο της Αντιμάχειας. Μετά το αεροδρόμιο με κατεύθυνση προς Κέφαλο, μία κατάβαση στο αθέατο από το ύψος του δρόμου δάσος της Πλάκας. Στην Κέφαλο οπωσδήποτε μία στάση, για τα νερά του κόλπου, για το νησάκι στο μυχό του. Από κει προς τα Παλάτια και το αρχαίο θεατράκι, προς το Ζηνί, τη Λάθρα, τον Άγιο Θεολόγο.
Η Κως γαστρονομικά ανήκει στην Εγγύς Ανατολή. Με αρκετές δικές της σπεσιαλιτέ, όπως την πασά μακαρούνα (σπιτικά λαζάνια με χοιρινό κιμά και μυζήθρα), ή το πλιγούρι με ρεβίθια και χοιρινό. Κουζίνα που συγγενεύει με την απέναντι μικρασιατική, την κρητική και την κυπριακή. Στα μπαχαρικά δεσπόζει το κύμινο και η κανέλλα. Στα γλυκά η μαστίχα, το ανθόνερο ή το ροδόνερο και πάλι η κανέλλα. Τουρκική κουζίνα της περιοχής μπορεί να γευτεί κανείς στο Πλατάνι, ιταλική στο «Otto e mezzo» στα Χαλουβαζιά, ψάρι σε όλους τους παραθαλάσσιους οικισμούς, παραδοσιακή τοπική κουζίνα σε πολλές ταβέρνες, ιδιαίτερα καθοδόν προς το Ασφενδιού στο «Πανόραμα», στον «Ωρομέδοντα» στη Ζιά, στο «Καζίνο» στον Ασώματο. Όπως και στην Πηγή του Πυλιού.
Ανάμεσα στα καφέ και μπαρ της πόλης, το «Le café», to «H2O», ο «Μύλος», αλλά και το «Ταμ-Ταμ» στο Μαστιχάρι και ο εναλλακτικός «Νερόμυλος» στη Ζιά. 
Να μην ξεχάσω, για τους ειδικά ενδιαφερόμενους, παραλία γυμνιστών και αρκετά πολυσύχναστη υπάρχει στο Τιγκάκι.
Στην Κω ταιριάζουν οι μεταβατικές εποχές του χρόνου, η άνοιξη, το φθινόπωρο. Αλλά και στους μήνες αιχμής -γιατί έχει το μέγεθος και την υποδομή- παραμένει και προσιτή στις τιμές της, και δε δίνει την εντύπωση τόπου κορεσμένου από τουρίστες. Όποιος ψάξει βρίσκει για την πάρτη του ερημικές παραλίες ακόμα και στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, παρόλο που δεν είναι λίγες ούτε όσες κατακλύζονται από δίποδες ομορφιές, κατακλιμένες σε ξαπλώστρες ή στην άμμο, ημίγυμνες ή και ολότελα τσίτσιδες.

(Η φωτογραφία, από τον αδερφό μου Θανάση.)

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Ντανιέλα Μέρκουρυ, ο ιαγουάρος του Αμαζονίου.




Daniela Mercury: Nobre vagabundo / Η Ν. Μ. τραγουδάει τον αριστοκράτη αλήτη.

Η Βραζιλιάνα Daniela Mercuri de Almeida –το πλήρες όνομά της- γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου του 1965 στην Μπαΐα, τη μαγική πόλη του Ζόρζε Αμάντο. Ιταλικής από μητέρα και πορτογαλικής από πατέρα καταγωγής, παιδί της μεσαίας τάξης, ξεκίνησε με σπουδές χορού, από νωρίς στο τραγούδι, με ρεπερτόριο από την μπόσα νόβα, τον Καετάνο Βελόζο / Caetano Veloso, τον Ζιλμπέρτου Ζίου / Gilberto Gil, τον Σίκου Μπουάρκε / Chico Buarque. Μητέρα δύο παιδιών που απόχτησε ανάμεσα στα 20 και 22 χρόνια της, με λαμπρή καριέρα σταθερά στην κορφή της μουσικής αυτής χώρας, το φετινό Απρίλιο ανακοίνωσε δημόσια τη σχέση της με τη δημοσιογράφο Μαλού Βερσόζα, λέγοντας ότι «η Μαλού είναι τώρα η σύζυγός μου, η οικογένειά μου, η έμπνευσή μου».

Αληθινή καλλιτέχνις, σπουδαία τραγουδίστρια, εξαιρετική αρτίστα.    

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Ένα κόκκινο Hublot και μία τουρκική παροιμία.

Από το χτεσινό άρθρο του Στέφανου Κασιμάτη στην Καθημερινή:
"...Η αξία του ρολογιού που φορεί ο καθένας λογικά πρέπει να έχει μια αναλογία με το εισόδημά του. Κάνω λάθος; Εκτός αν κάποιος είναι ψώνιο και θεωρεί ότι το ρολόι του, το βρακί του ή όποιο άλλο αξεσουάρ φέρει, συνιστά την ταυτότητά του. Από τέτοια ψώνια είναι γεμάτη η ωραιότερη χώρα του κόσμου. (Αυτή που χρεοκόπησε και ακόμη δεν το έχει καταλάβει, παρότι κατοικείται από τον εξυπνότερο λαό του κόσμου...) Προ καιρού, λοιπόν, κομψευόμενος βουλευτής εμφανίσθηκε στη Βουλή με ένα κόκκινο (!) ρολόι, που έδειχνε να είναι Hublot. Συνάδελφος του, ο οποίος διασκέδαζε με την νεοπλουτίστικη επιδειξιομανία του κομψευόμενου, πρόσεξε το κόκκινο Hublot και, θεωρώντας ότι δεν μπορούσε να είναι γνήσιο, διότι αν ήταν θα κόστιζε κάπου στις 15.000 ευρώ, τον πείραξε: «Καλά, εσύ φοράς μαϊμού ρολόι;», του είπε περιπαικτικά. Εκείνος εθίγη και έγινε κόκκινος όπως και το ρολόι που φορούσε. Το έβγαλε αμέσως και το έδωσε στον άλλο, για να διαπιστώσει ότι ήταν γνήσιο -για να διαπιστώσει, δηλαδή, ότι, ως βουλευτής, είχε δώσει τουλάχιστον δύο μισθούς του για να αγοράσει ένα κόκκινο ρολόι. Ενα κόκκινο ρολόι, το οποίο είτε είναι Hublot των 15.000 ευρώ είτε Swatch των 100, πόσες φορές τον χρόνο θα το βάλει κάποιος; Τόσο βλαξ είναι ο χωριάτης, που μένει πάντα χωριάτης όσα λεφτά κι αν βγάλει, όπως κι αν τα βγάλει..."
Εις επίρρωσιν -που λένε και οι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι- του παραπάνω σχολίου να προσθέσω τη σχετική τουρκική παροιμία: "ο καημός του αράπη, το κόκκινο παπούτσι", την ήξερα και στα τούρκικα, τελείωνε μ' ένα "κρεμζίν μπαμπούτς" ή περίπου, (η οποία παροιμία, ούσα μη ορθή πολιτικά, παρακαλώ να κατανοηθεί μόνο μεταφορικά).

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Το άκρον άωτον της παρακμής.

Athens Voice,  16/07/2013.

Στις σύγχρονες δημοκρατίες το ψάρι (η κοινωνία) βρομάει από το κεφάλι (από την ηγεσία της), ή μήπως το αντίθετο, το ψάρι έχει το κεφάλι που του αξίζει;
Πάνε μερικά χρόνια –προ χρεοκοπίας ακόμα–, που σε περίοδο δημοτικών εκλογών φίλος πολιτευτής, υποψήφιος δήμαρχος, σε μια ανάσα του αγώνα του μου εκμυστηρεύτηκε περίσκεπτος: «Είστε ένα μικρό κομμάτι όσοι δε θα μας ψηφίσετε αν σας χτυπήσουμε την πόρτα προεκλογικά. Η πλειοψηφία απαιτεί το αντίθετο. Αλίμονο αν δεν τους επισκεφτείς. Και οι περισσότεροι σου ζητάνε εκδουλεύσεις που δε γίνεται να ικανοποιήσεις, σε κοιτάνε, ξέρουν ότι τους λες ψέματα, αλλά θέλουν να σ’ ακούσουν να τα λες! Με κάποιο τρόπο να τους αποδείξεις ότι είσαι άτομο με μειωμένο αυτοσεβασμό.» Τον παρηγόρησα, είχε πράγματι χαρίσματα ηγετικά, και άλλος δρόμος για την πολιτική δεν υπήρχε. «Το χειρότερο», κατέληξε, «δεν ακούω τίποτα άλλο παρά να συνεχίσω τα “καλά” του προηγούμενου, σαν να λέμε διορισμούς, ρουσφέτια, τέτοια».
Ένας Έλληνας πολιτευτής για να σταδιοδρομήσει πρέπει να τα καταφέρει στη μικροπολιτική, να τα βγάλει πέρα σαν πολιτικάντης. Να διεισδύσει σ’ αυτό το γκροτέσκο κακέκτυπο κράτους, να «τακτοποιήσει» κόσμο, τους δικούς του πελάτες - ψηφοφόρους, παράλληλα να διασφαλίσει προστασία από τη χαοτική πολυνομία και τη γραφειοκρατική αυθαιρεσία προς όσους της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς ζητούν την εύνοιά του, – με το αζημίωτο μαύρο πολιτικό χρήμα εννοείται. Το γνωρίζουμε καλά όλοι: όποια πέτρα και να σηκώσουμε σ’ αυτό τον τόπο από κάτω είναι το κράτος. Το κράτος οπερέτα, αλλά ταυτόχρονα το φαύλο κράτος. Το φαυλεπίφαυλο κράτος. Να το λέμε νέτα σκέτα φαυλεπίφαυλο. Να κακίσουμε τους πολιτικάντηδες ή μήπως και τους εαυτούς μας για το χαμηλό επίπεδο της δημόσιας ζωής; Εντάξει, μόνο που και πάλι συγχέουμε τα αποτελέσματα με τις αιτίες.
Στο νεοελληνικό κράτος από καταβολής του την υποτυπώδη αστική τάξη υποκαθιστούσε το πολιτικό προσωπικό, ουσιαστικά αδέσποτο, από την άλλη, η κοινωνία συνέχιζε να αντιλαμβάνεται το δημόσιο χώρο περίπου σαν βιλαέτι (δίχως Τούρκους και σουλτάνο), το δημόσιο πλούτο σαν κάτι που περίπου διατίθεται για πλιάτσικο. Όταν η διεθνής συγκυρία το ευνοούσε, και συνήθως ύστερα από μεγάλους πολέμους ή καταστροφές, μαζί και το συλλογικό ένστικτο της επιβίωσης, κάποτε και η σωτήρια (πρώτα για τα δικά τους συμφέροντα) παρέμβαση των ξένων, επιβαλλόταν κάποια συνετή ηγετική ομάδα, ακολουθούσε μία περίοδος - ξέφωτο, κάτι σαν περίοδος ακμής. Την τελευταία τριακονταετία, πολιτική τάξη και κοινωνία, με μικρές εξαιρέσεις, οδηγηθήκαμε σταδιακά στην απόλυτη παρακμή, στη επιδίωξη της πλήρους ακυβερνησίας. Δε σπαταλήσαμε μόνο τη μοναδική ίσως ευκαιρία που είχε αυτός ο τόπος μετά από πολλούς αιώνες να ξαναβρεθεί στο προσκήνιο της ιστορίας του κόσμου, ό,τι ονομάζουμε με τη λέξη εξευρωπαϊσμός, το χειρότερο χάσαμε την επαφή με την πραγματικότητα, πρώτα φουσκώσαμε αφύσικα πολύ, κι ύστερα θεωρήσαμε κεκτημένο εσαεί τον εκ της τρόμπας νέο όγκο μας.
Εξ ου και η δεκαετία των υποκοριστικών (Κωστάκη και Γιωργάκη). Στις δημοκρατίες, οι γόνοι, από βαθιά ψυχολογική ανάγκη να αποκτήσουν λαϊκή νομιμοποίηση, ανασφαλείς, είναι αυτοί που κυρίως επιδίδονται στην κολακεία του λαού, στο λαϊκισμό, και άρα εγγυώνται την περισσότερη ακυβερνησία. Θυμάμαι τη λεπταίσθητη ειρωνεία των ξένων φίλων, το γελάκι που μόλις διαφαινόταν στην άκρη των χειλιών τους. Ποια ήταν αυτή η ευρωπαϊκή και δημοκρατική και αναπτυγμένη χώρα με τον τόσο νεποτισμό; Η ξιπασμένη με ΟΝΕ και ολυμπιακούς κιόλας; Πότε άλλοτε σε κράτος, όχι στο βάθος της Ασίας και κατ’ επίφαση δημοκρατικό, και μετά από εκλογές μάλιστα, κυβέρνησαν πρώτα ένας ανιψιός κι απολύτως συνονόματος κι ύστερα ένας γιος και μαζί εγγονός πρωθυπουργών; Άσε που λαοπρόβλητοι και οι δυο τους!
Οι κοινωνίες όταν κυβερνιούνται πραγματικά, ακμάζουν. Αναπτύσσεται επίσης τότε η αντίστοιχου κύρους αντιπολίτευση, για το λόγο ότι διακυβέρνηση σημαίνει υποχρεωτικά συγκρούσεις και σκληρές πολιτικές επιλογές. Τις ίδιες περιόδους, γιατί η ζωή αποχτά αυθεντικότητα, προκύπτει δυναμική, πρωτότυπη και πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή. Ποια ήταν η αντιπολίτευση ή οι τέχνες επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Μάης του ’68 επί Ντεγκόλ, το νέο αγγλικό σινεμά επί Θάτσερ, τώρα η αντιπολίτευση στον Ερντογάν, και σε αντιπαραβολή ποιος ο Δεκέμβριος του 2008 του Κωστάκη ή το θλιβερό μείγμα βουλής των εφήβων και αποστηθισμένων εκθέσεων για πανελλήνιες των αγανακτισμένων του Γιωργάκη… Θέλει ισχυρή βούληση, αίσθηση της οικονομίας και του μέτρου σχεδόν έμφυτη για να πορευτεί κανείς κόντρα στην αδράνεια μιας κοινωνίας, να την πείσει να κυβερνηθεί, να την κυβερνήσει. Και έχει πάντοτε κόστος. Τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τόσα χρόνια μετά το θάνατό του υπάρχουν ακόμα πολλοί που τον μισούν, πάρα πολλοί, τον ανιψιό του τον Κωστάκη δεν τον μίσησε ούτε ένας.
Ανήκω στο σινάφι των παραμυθάδων, των συγγραφέων. Εμείς στεκόμαστε παραέξω, στην αυλή. Διασκεδάζουμε ή συγκινούμε τον κόσμο τόσο καλύτερα, όσο σωστότερα τηρούν οι πολιτικοί τους λογαριασμούς του ταμείου, με όσο περισσότερο πραγματισμό κυβερνούν. Το άκρον άωτον της παρακμής: παρατήσαμε τις δουλειές μας, όχι μόνο συγγραφείς, κόσμος πολύς, στεκόμαστε κάτω από τα παράθυρά τους, τους χαζεύουμε στα μικροπολιτικά τερτίπια τους, περιδεείς και διστακτικούς απέναντι στο κομμάτι της κοινωνίας που συνεχίζει να τρίζει τα δόντια μην τυχόν του πειράξουν τη βολή. Μα αν δουν λίγο προσεκτικότερα, εδώ και τρία χρόνια αυτό το πλήθος είναι δυνάμει όχλος, είναι μαύρη τρύπα. Όποιος το κανάκεψε, από το ίδιο αυτό πλήθος απαξιώθηκε και εξαφανίστηκε: ο Γιωργάκης και το ΠΑΣΟΚ, ο Καρατζαφέρης και ο ΛΑΟΣ, ο Κουβέλης και η ΔΗΜΑΡ. Ποιοι έχουν σειρά, άραγε, το ξέρουν; Μην κοιτάνε αλλού, μην κουνιούνται, μην αλλάζουν θέμα. Το να κυβερνήσουν σημαίνει μόνο ένα πράγμα: να κάνουν το φαυλεπίφαυλο μικρότερο. Και ο φαύλος και ο αντιπαραγωγικός χαρακτήρας του κράτους είναι ευθέως ανάλογοι της έκτασής του.
Άιντε, κυβερνήστε εσείς με το καλό, να δούμε να πάρουμε κι εμείς το δρόμο πίσω για τις δουλειές μας. Θα σας εκτιμούμε άλλοι, άλλοι και θα σας ψηφίζουμε και θα σας μισούμε, άλλοι μόνο θα σας μισούμε, όμως θα σηκωθούμε επιτέλους από τις καταθλιπτικές τηλεοράσεις, τις μέρες μας θα μοχθούμε, τις νύχτες μας θα ερωτευόμαστε, τέλος πάντων θα βάλουμε μπροστά και πάλι τη ζωή μας.
Κάντε εσείς οι πολιτικοί πραγματική τη ζωή, αναλαβαίνουμε ύστερα εμείς, συγγραφείς και λοιποί της τέχνης, να την κάνουμε και αληθινή.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Κως ∙ ήτανε το πεπρωμένο της ο τουρισμός.


Από το μπαλκόνι του πατρικού μου στη Βασιλέως Παύλου.

Athens Voice, τεύχος: 444 - 10/07/2013

Η Κως, νησί με μαλακό φυσικό ανάγλυφο, φιλοξενούσε ανέκαθεν ανάλογου, ήπιου χαρακτήρα τρόπους της ζωής, όπως και με ανοχή ποικίλους, διαφορετικούς κόσμους.
Μια βόλτα στην πόλη, και από τον ιδιότυπο συγκρητισμό των μνημείων της, τις ορθόδοξες εκκλησιές μαζί με την καθολική μητρόπολη, τα τζαμιά, τη συναγωγή, τη λαϊκή νησιωτική αρχιτεκτονική μαζί με τα ιταλικά δημόσια κτίρια, το κάστρο των Ιπποτών, τα παλαιοχριστιανικά ερείπια μαζί με την Κάζα Ρομάνα, το ρωμαϊκό ωδείο, τα αρχαιολογικά πάρκα και το Ασκληπιείο, και μόνο από το συγκερασμό όλων αυτών, ο επισκέπτης της πόλης μπορεί να εικάσει τη συνειδητή ή ασύνειδη πολυπολιτισμική ανεκτικότητα των κατοίκων της.
Η γιαγιά μου έλεγε πως στα παλιά χρόνια σε περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας σύσσωμος ο πληθυσμός ακολουθούσε τη λιτανεία πρώτα του μητροπολίτη, έπειτα του ραβίνου, στο τέλος του χότζα, «κι οποιανού έπιανε η ευχή», όποιου εισακουγόταν η δέηση.
Γειτόνισσα και καλή της φίλη ήταν η Ζουλιέτα Μενασέ, εβραία με καταγωγή από τη μικρασιατική Μέλασσο, σπουδασμένη στο προπολεμικό Παρίσι –οι περίπλοκες μαγειρικές του σπιτιού μας ήτανε πάντοτε δικές της συνταγές–, μαζί με τους υπόλοιπους εβραίους του νησιού έφτασε ως τα κρεματόρια, σώθηκε όμως κι έσωσε την οικογένειά της λόγω του τουρκικού διαβατηρίου της, βέβαια έκτοτε με κλονισμένη ψυχική υγεία. Η μεγάλη κόρη της, η Ρενάτα, ήτανε συμμαθήτρια κι επίσης στενή φίλη της μάνας μου, και τα καλοκαίρια ενώνονταν στα παιχνίδια μας, στην αυλή της συναγωγής και στο γειτονικό αρχαιολογικό πάρκο, τα εγγόνια της από το Ισραήλ, η Μύριαμ, ο Νώε, η Κίττυ.
Τις Παρασκευές αντιλαλούσαν στον ουρανό της πόλης τα καλέσματα για προσευχή των μουεζίνηδων από τους μιναρέδες. Μόνο άντρες στα τζαμιά. Έπλεναν τα πόδια τους κι έμπαιναν ξυπόλυτοι στον κυρίως ναό.
Η Φροσύνη, αδελφή της γιαγιάς και νονά μου, διηγιόταν συχνά πόσο «σεβαστικοί» ήταν οι καθολικοί στις ιεροτελεστίες τους, πόσο εντυπωσίαζε τους ντόπιους η ευσέβεια των Ιταλών.
Θέλω να πω, πέρα από τις φυσικές δυνατότητες του νησιού και τις απαραίτητες υποδομές για την τουριστική ανάπτυξη, διόλου ευκαταφρόνητες, και προτού δελεαστούμε από την προσδοκία του κέρδους, που κι αυτό άργησε να συμβεί, η παράδοση της ανοχής ήταν που έδωσε την αναγκαία αρχική ώθηση για την καλή υποδοχή των τουριστών, εκείνων των πρώτων ηλικιωμένων με τα ελαφρά και φωτεινά ρούχα, ή των νεαρών που ποδηλατούσαν μέσα στην πόλη με φυσικότητα ημίγυμνοι. Ένας καλός τρόπος να διακρίνουμε τους εαυτούς μας από τους υπόλοιπους Έλληνες ήταν στο καφενείο, εμείς χαιρόμασταν τη Βαβέλ γύρω μας, κάθε τραπέζι κι άλλη γλώσσα, οι μη ντόπιοι δυσανασχετούσαν επιδεικτικά.
Όταν πέθανε ο Μισέλ Μενασέ, ο τελευταίος εβραίος της Κω, ο ραβίνος που κατέβηκε από την Αθήνα για το ξόδι, συγκινημένος από τη μεγάλη προσέλευση κόσμου στην κηδεία, φώναξε απευθυνόμενος στον εκλιπόντα: «Για να ’ναι τόσοι πολλοί σήμερα εδώ γύρω σου, έζησες ευτυχισμένος, δεν έζησες ξένος ανάμεσα σε ξένους».
Τις προάλλες μια ώριμη στην ηλικία καμαριέρα μού έλεγε ενθουσιασμένη, «Μα να δεις, Αντώνη μου, τι όμορφοι μπαμπάδες, κι εκείνο το αγοράκι, το παιδάκι τους, μα τι χαριτωμένο», για ένα ομόφυλο ζευγάρι και το παιδί τους, τουρίστες στο ξενοδοχείο όπου εργάζεται.
Στην Κω δύσκολα κάποιος νιώθει ξένος, ακόμα κι αν έφτασε χτες.
Και είναι αυτό που εννοώ όταν δηλώνω με καμάρι πως είμαι γνήσιο παιδί του τουρισμού.

(Η φωτογραφία, από τον αδερφό μου Θανάση.)

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Η χαρά της ζωής.

(Η λεζάντα στο soul: Αυστριακό αγοράκι παίρνει καινούργιο ζευγάρι παπούτσια, Β’ παγκόσμιος πόλεμος / Από τις «24 φωτογραφίες που αξίζει να δεις», Δημήτρης Καραθάνος, soul, Athens Voice, 6-7-2013.)


Ένας πιτσιρικάς κρατώντας τα καινούρια του παπούτσια.

(Ναι, αγαπητοί συνέλληνες, είναι εμφανώς αστόπαιδο, ενδεχομένως παιδί κάποιου εύπορου Αυστριακού ναζί, καλοζωισμένο και τροφαντό σαν σημερινό, τα δικά μας τότε, πράγματι, και αργότερα ακόμα, σπάνια φόραγαν καν παπούτσια… αλλά αυτό που ζει ετούτος ο μικρός, που έχει καταγράψει ο φακός σ’ αυτή τη φωτογραφία, είναι διαχρονικό και μαζί πανανθρώπινο.)  
Αν ζει, θα πλησιάζει τα ογδόντα, και την ίδια ένταση και ποιότητα της χαράς θα την έψαξε σ’ όλες τις εκδοχές της ηδονής, το πιθανότερο κιόλας να την έζησε όχι λίγες φορές.
Η χαρά όταν ο κόσμος γίνεται δικός μας, όταν αυτό το κομμάτι του κόσμου που ποθούμε περισσότερο γίνεται καταδικό μας, είναι πολύ βαθιά και βαθύτατα πολιτική, ιδεολογίες που την απαγόρευσαν (κομμουνισμός) κατάντησαν ιδεοληψίες, κοινωνίες που της αποδίδουν ενοχή (νεοελληνική και άλλες της Εγγύς Ανατολής) είναι καταδικασμένες να παραμένουν υπανάπτυκτες.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Τα μαύρα Ελληνάκια του Στέφανου Κασιμάτη.

Γιάννης Αντετοκούνμπο
Από το χτεσινό άρθρο του Σ. Κ. στην Καθημερινή:
"Μου έκανε τέτοια εντύπωση, ώστε το θυμάμαι ακόμη καθαρά. Τελείωνε ο εικοστός αιώνας και εγώ είχα συμφιλιωθεί με το σοκ ότι είχα πια συμπληρώσει αυτό που έλεγα αυτοσαρκαζόμενος «τέσσερις δεκαετίες προσφοράς στην ανθρωπότητα». Ηταν μεσημέρι και κατηφόριζα την οδό Αρχελάου στο Παγκράτι κοντά στο περιώνυμο άλσος, όταν ξαφνικά άκουσα από πίσω ποδοβολητό και φωνές παιδιών. Είχαν σχολάσει από το Δημοτικό της Σπύρου Μερκούρη και όπως με προσπέρασαν πρόσεξα ότι κάποια από αυτά ήσαν μαυράκια. Ηταν έκπληξη, το ομολογώ. Διότι, με την προκατάληψη του ανθρώπου που έχει ζήσει τη ζωή του σε μια χώρα λευκών, δεν μπορούσα να φαντασθώ μαύρα Ελληνάκια. Να, όμως, που τώρα με προσπερνούσαν άσπρα και μαύρα Ελληνάκια, τα οποία από τη γλώσσα και την εκφορά του λόγου ήταν αδύνατον να τα ξεχωρίσεις. Ενιωσα τότε ένα είδος υπερηφάνειας, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν το είχα νιώσει ποτέ. Ηταν η υπερηφάνεια της συνειδητοποίησης ότι η ταυτότητά μου, με την πολιτισμική έννοια του όρου, μπορούσε να είναι κάτι ευρύτερο από τον συγκεκριμένο κόσμο μέσα στον οποίο εγώ είχα μεγαλώσει, κάτι το οποίο μπορούσε να χωρέσει και πλάσματα διαφορετικά από εκείνα που ώς τότε γνώριζα ότι τον κατοικούν. (...)"
Πρόσφατα το είχα σημειώσει, και πάλι για τον Σ. Κ.: ο ουσιαστικός (όχι ο πολιτικάντικος) πολιτικός φιλελευθερισμός είναι όχι μόνο η αυθεντική ιδεολογία αλλά και το ζωτικό πολιτιστικό περιβάλλον της αστικής τάξης.
Η μίζερη και επαρχιώτικη ελληνική δεξιά στέλνει μονίμως τον πολιτικό φιλελευθερισμό στην κομμουνιστογενή αριστερά, κάτι όχι άσχετο με τη θλιβερή τύχη της μεσαίας τάξης σ' αυτό τον τόπο...

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

António Zambujo & Roberta Sá: Eu já não sei.

Αντόνιου Ζαμπούζου και Ρομπέρτα Σα: Τώρα πια δεν ξέρω.

(...) 
τώρα πια δεν ξέρω
αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να σ' αγαπώ
είναι φορές που θέλω να σε ξεχάσω
το θέλω, μα δεν έχω το κουράγιο

Ο Πορτογάλος και η Βραζιλιάνα, ωραίοι και ταιριαστοί.
Η αγαθή τύχη μιας γλώσσας: ηχεί στη μια όχθη του Ατλαντικού στιβαρή, με κάπως σκληρά σύμφωνα, αντηχεί από την άλλη, πιο μαλακή, πιο τραγανή.
[Αποφάσισα μετά από δώδεκα (12) χρόνια, δώδεκα (12) ταξίδια στη Λισαβόνα, φέτος να μην πάω. Το κεφάλι μου πείσμωσε, η μνήμη μου χώνεται σε κάτι λαγούμια και κλαίει.
Tenho saudades de Lisboa.
Νοσταλγώ τη Λισαβόνα (μου).]