Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Γνώμη το μίσος;

Αντώνης Νικολής
Γνώμη το μίσος;

Athens Voice, 7 Ιουνίου 2013.

Το μίσος δεν είναι γνώμη∙ είναι συναίσθημα. Και, όπως συμβαίνει γενικά με τα συναισθήματα, εκφρασμένο στους τεράστιους πολλαπλασιαστές ισχύος που αποτελούν τα σύγχρονα μέσα ενημέρωσης απολήγει σε πράξη, ειδικότερα σε βία. Αναφέρομαι στο ρατσιστικό μίσος, στη δημόσια έκφρασή του.
Όταν κάποιος, ιδιαίτερα αξιωματούχος, διακηρύσσει το μίσος ή την απέχθειά του προς μια ομάδα του πληθυσμού, υποθάλπει τη βία ενάντια στα μέλη αυτής της ομάδας, ουσιαστικά βιαιοπραγεί. Πρόκειται για τη ρητορική του μίσους, συνήθως προς αλλογενείς ή αλλόφυλους, αλλόδοξους ή αλλόθρησκους, ομοφυλόφιλους ή αμφιφυλόφιλους ή διεμφυλικούς – μίσος ρατσιστικό και μόνο από τη συχνότητα των: άλλος, φύλο, φυλή στα συνθετικά των λέξεων.
Ο ρατσισμός, όπως τον είδαμε στον ευρωπαϊκό εικοστό αιώνα, αναπτύσσεται κυρίως στα μικροαστικά στρώματα σε συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής κρίσης. Λόγω της ανασφάλειάς τους αυτά τα στρώματα επιζητούν μέσ’ από στερεότυπα και προκαταλήψεις έναν ή περισσότερους τελετουργικούς σχεδόν εχθρούς, διόλου πραγματικούς, αποδιοπομπαίους τράγους, προς τους οποίους εκτονώνουν τυφλή βία. Αν προσέξετε τα αφρισμένα στόματα κάτι διαπρύσιων παπάδων μας, η πιο μύχια αγωνία τους είναι μην και ξεμείνουν από εχθρό, γενικά από την άνεση να στρέφουν το γεμάτο φοβίες ποίμνιο ενάντια στον εκάστοτε τράγο, «αν δε μου επιτρέπετε εμένα να διασύρω τον ομοφυλόφιλο, τον αιρετικό, το Σλαβομακεδόνα, τότε πώς θα υπάρξω, τι θα λέω;».
Ο ρατσισμός προξένησε το φρικτότερο έγκλημα όλων των εποχών. Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων δεν είναι μόνο μια γενοκτονία. Μπορεί άλλες γενοκτονίες ή εθνοκαθάρσεις ή καθεστωτικές εκκαθαρίσεις να ήταν εξίσου ή και πιο φονικές, εξυπηρετούσαν ωστόσο πολιτικές ή εθνικές στρατηγικές, αποκρουστικές, όμως που διέπονταν από κάποια λογική. Το Ολοκαύτωμα υπήρξε η πλέον παράλογη εκδοχή συλλογικής επιθετικότητας: οι φούρνοι, τα αέρια, η επινόηση του οικονομικότερου και μαζικότερου τρόπου θανάτωσης εκατομμυρίων ανθρώπων που δε συνιστούσαν καμιά απειλή για τη γερμανική επικράτεια, δεν έγειραν αίτημα αυτοδιάθεσης ούτε είχε εισβάλει στη Γερμανία «όμαιμο» εβραϊκό στράτευμα διεκδικώντας να αποσπάσει τμήμα της χώρας στο όνομα αυτής της μειονότητας. Ήταν απλώς διαφορετικοί, αλλόθρησκοι και αλλογενείς.
Το Ολοκαύτωμα είναι το τερατώδες μέγιστο έγκλημα στην παγκόσμια ιστορία. Έτυχα με φίλους Γερμανούς, άσημους ανθρώπους, κι εκεί πάνω στην κουβέντα να ξεσπάνε σε λυγμούς αναγνωρίζοντας τη συλλογική συνενοχή των προγόνων τους, και θεωρώ ότι αυτή τους η ομολογία τούς τιμά. Δε θα ’πρεπε να μας πιέσει κάποιο λόμπι για να αποφασίσουμε ότι η ιστορική αμφισβήτηση του Ολοκαυτώματος αποτελεί βάναυση προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Για όλες τις άλλες μέριμνες ενός αντιρατσιστικού νόμου, με δεδομένη την πολύ περιορισμένη πρόσληψη του πολιτικού φιλελευθερισμού αλλά και τη δικομανία των Ελλήνων, άκουσα από πολλούς και πείστηκα ότι πολιτικά φρονιμότερη θα ήταν η ψήφιση θετικών νόμων παρά ενός ακόμα απαγορευτικού, σύμφωνου κιόλας με το παλιομοδίτικο μοντέλο της πολιτικής προστασίας προς τις διάφορες ομάδες του πληθυσμού. Νόμοι που να αίρουν ανισότητες, να αποκαθιστούν αδικίες. Ο διαχωρισμός κράτους εκκλησίας, ένα σύγχρονο ξεκάθαρο πλαίσιο για τους μετανάστες σε ζητήματα όπως η ιθαγένεια των παιδιών που γεννιούνται στην Ελλάδα, οπωσδήποτε ο γάμος ομοφύλων (τα ίσα αστικά δικαιώματα) αλλά και η επίλυση αιτημάτων των διεμφυλικών ατόμων. Κι επειδή προτάσεις όπως οι παραπάνω εκτιμώνται ως ζητήματα δίχως πολιτικό όφελος, θα ήθελα να σημειώσω τρία πράγματα.
Πρώτον –ρωτήστε τους επαγγελματίες της οικοδομής–, παρά την τεράστια κρίση του κλάδου, ζουν με το επιπλέον άγχος να εξασφαλίσουν έστω μικροδουλειές στους μετανάστες ειδικούς εργάτες (πετράδες, πλακατζήδες, σοβατζήδες κ.λπ.), γιατί ο ένας μετά τον άλλον, άνθρωποι του μεροκάματου, παίρνουν το δρόμο της επιστροφής στις πατρίδες τους. Χάνουμε τους ίδιους αλλά και τα παιδιά τους, που είναι στη γλώσσα και στο νου Ελληνόπουλα. Που δεν έχουμε και άλλη εργατική τάξη και που όσο οι ανάλγητοι Ευρωπαίοι μάς κρατάνε αργόμισθους με τα καταραμένα τους μνημόνια, κανένας δικός μας δε θα επιστρέψει στην παραγωγή ή στο χωράφι ως εργάτης. Κανένας.
Δεύτερον, ακόμα και τη συντηρητικότερη εκτίμηση να κάνουμε στον πληθυσμό των Ελλήνων με ομοφυλόφιλο προσανατολισμό (μαζί με αμφιφυλόφιλους και λοιπούς), έστω ένα 5%, ελάτε να υπολογίσουμε τους άμεσα ενδιαφερόμενους: γονείς, αδέρφια, δώστε εσείς όποιο συνολικό ποσοστό θέλετε. Αυτοί πάντα ξέρουν, ιδίως όταν κάνουν ότι δεν ξέρουν, υποφέρουν και αγωνιούν, ακόμα και όταν φέρονται σκληρά. Αν ερωτηθούν σε μια δημοσκόπηση ή δε θα απαντήσουν ή με την ψυχολογία του Απόστολου Πέτρου θα αρνηθούν εμφατικά την αγωνία τους. Όταν θα ψηφίζεται ο γάμος ομοφύλων, δηλαδή το δικαίωμα της κανονικότητας για το παιδί ή τον αδερφό τους, πάλι δε θα πουν τίποτα, όπως όταν με την άκρη του ματιού παρακολουθείς κάτι και παριστάνεις ότι δε σε αφορά. Και την άλλη μέρα της ψήφισης, αν τους ρωτήσουν σε μια δημοσκόπηση, πάλι θα αρνηθούν να απαντήσουν. Όμως στις επόμενες εκλογές θα ζυγίσουν πολύ σοβαρά την πιθανότητα να ψηφίσουν τον εισηγητή του, θα πουν μ’ ένα παράξενα βαθύ βλέμμα, «Γιατί ξέρει να ακούει», δε θα πουν ότι τους πήρε από την πλάτη το περισσότερο από ένα πολύ βαρύ φορτίο πόνου.
Τρίτον, ανάμεσα στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής είναι ελάχιστοι οι δεξιοί, καν οι ακροδεξιοί. Είναι στην πλειονότητά τους λούμπεν μικροαστοί που ψάχνουν πότε δω πότε κει από πού θα βγάλουν την πιο μεγάλη γλώσσα. Να βγάλουν γλώσσα στη λογική, κάτι που μπορούν να κάνουν ακόμα. Ούτε υπάρχει περίπτωση τα στελέχη της να ηρωοποιηθούν. Οι περισσότεροι που τους ψηφίζουν ντρέπονται και να το ομολογήσουν.

Υ.Γ. 1: Τι πάθατε όλοι με τη λέξη εχθροπάθεια; Αντιγράφω από το λεξικό της Πρωίας, έκδοση του 1940, βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών: [εχθροπάθεια (η)∙ εχθρικόν πάθος κατά τινός, εχθρική διάθεσις, ισχυρά ή έμμονος], λέξη κιόλας αναλογική προς τις: αντιπάθεια, εμπάθεια κ.τ.ό., και το κυριότερο τόσο περιεκτική σ’ αυτό που σημαίνει.
Υ.Γ. 2: Εδώ και καιρό πέφτει ένα βαρύ δυνατό φως στη σκηνή του κόσμου. Ο ομοφυλόφιλος προσανατολισμός νομιμοποιείται, γίνεται ορατός. Στον τόπο μας δυστυχώς βγήκαμε ελάχιστοι σ’ αυτό το φως. Δεν είναι καριέρες ούτε καπρίτσιο, απόδειξη πόσοι λίγοι είμαστε. Κι επειδή μπορώ να δω, γύρω στο ημίφως περιμένει πολύς κόσμος, με πολλή αγωνία, συγγραφείς, καλλιτέχνες, μα κι απ’ όλα τα επαγγέλματα, άλλος κάνει δειλά διστακτικά ένα βήμα μπροστά, άλλος δυο πίσω, τόσο σημαντικό να ’ρθουν όσο γίνεται περισσότεροι στη σκηνή. Θα παρακαλούσα όσους από τους συναδέλφους δεν ανήκουν στους άμεσα ενδιαφερόμενους, αν θέλουν να πουν μια ουσιαστική κουβέντα, καλώς να ορίσουν, διαφορετικά προς τι οι μεταμοντέρνες τσιρίδες, τα νάζια, οι ακκισμοί. Δε χρειάζεται να ζηλεύουν. Σε λίγα χρόνια θα είμαστε όλοι στη σκηνή, κανείς δε θα θυμάται ποιος βγήκε πρώτος ή ποιος τελευταίος. Δεν έχει ήρωες ούτε καριέρες εδώ. Έχει φόβο, έχει αγωνία, έχει ζωή αληθινή, όχι την επιτήδευσή της.