Ο ευφημισμός είναι σχήμα του λόγου. Όταν χρησιμοποιούμε καλές λέξεις για έννοιες με κακή σημασία, για παράδειγμα ευλογιά για την αρρώστια που μόνο ευλογία δεν είναι. Ο ανθρώπινος λόγος επιλέγει τον ευφημισμό για να αποτρέψει ή να προλάβει ένα κακό, εμείς οι Νεοέλληνες επιπλέον, γιατί δίχως ευφημισμούς δε θα συνεννοούμασταν πολιτικά.
Από πού να πρωταρχίσει κανείς. Ευφημισμοί ο ένας καλύτερος από τον άλλον: ελληνικό κράτος, τρίτη ελληνική δημοκρατία, δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, ασφαλιστικά ταμεία, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, κεντρική διοίκηση, ελεύθερη οικονομία (που είναι και ανέκδοτο)... Τόσες πολλές σημασίες λέξεων αποσπασμένες από τις έννοιές τους, κάτι που ίσως δεν είναι άσχετο με την επίσης γενικευμένη ψυχολογική τάση να δηλώνουμε το αντίθετο απ’ αυτό που σκεφτόμαστε ή αισθανόμαστε.
Πολλές φορές κιόλας δυσκολεύεσαι να αποφανθείς: ευφημισμός ή οξύμωρο. Το ότι σε μπλογκ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης Έλληνες φιλελεύθεροι (είμαστε που είμαστε ένα από τα συντομότερα ανέκδοτα) επιτίθενται λάβροι κατά του «αντιρατσιστικού», όχι γιατί είναι νόμος δυσεφάρμοστος, ή γιατί συμφύρει πολλά με σχετική ασάφεια, αλλά γιατί θα φίμωνε κάτι μητροπολίτες «ελληνόψυχους», γνωστούς κήνσορες, όπως φέρ’ ειπείν τον Αιγιαλείας ή τον Πειραιώς, είναι οξύμωρο ίσως, αλλά οπωσδήποτε ευφημισμός (δηλαδή θα ήταν οξύμωρο αν επρόκειτο όντως για φιλελεύθερους, άρα επιστρέφουμε και πάλι στον ευφημισμό). Ή παλιότερα όταν επικροτούσαν την τροπολογία 84(!) βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας (άλλοι φιλελεύθεροι και τούτοι) να αποκλείονται από τις στρατιωτικές σχολές οι αλλογενείς, οι μη Έλληνες κατά το γένος σπουδαστές.
Όταν εν έτει 2013 κάποιος χαρακτηρίζει τους ομοφυλόφιλους διεστραμμένους, τον ομοφυλόφιλο προσανατολισμό διαστροφή, και προσφωνείται σεβασμιότατος ή άγιος, τότε έχουμε σχήμα υπερβολής, σχήμα ειρωνείας ή και πάλι ευφημισμό; Αλλά πάντως το ότι δεν μου επιτρέπεται εμένα που υφίσταμαι την προσβολή, που γνωρίζω πολύ καλά τι βόμβα διασποράς μίσους συνιστούν ανάλογες δηλώσεις, να σύρω αυτό τον άνθρωπο στη δικαιοσύνη, είναι ακόμα μία απόδειξη ότι ζω σε κατ’ ευφημισμόν δημοκρατία. Όχι πως η ελληνική αριστερά πάει πίσω. Κάθε άλλο.
Ένα δροσερό απόγευμα το καλοκαίρι του 1992 ήμασταν μεγάλη συντροφιά σε παραθαλάσσιο ασκηταριό στην Πάτμο. Στους επισκέπτες συγκαταλεγόταν ένας λαϊκός παπάς από μικρό γειτονικό νησί, πάνω στην κουβέντα με ρώτησε με τι ασχολούμαι. Του απάντησα φιλόλογος φροντιστής, ότι εργαζόμουν σκληρά, αλλά και ότι ήμουν πολύ ικανοποιημένος από τη δουλειά μου. Κούνησε το κεφάλι, «και η κόρη μου τα ίδια, φιλόλογος και κάνει φροντιστήρια, και της λέω, όσα χρόνια και να δουλέψεις, κοριτσάκι μου, όσα και να κερδίσεις, μα όσα πολλά και να κερδίσεις, θα είναι πάντα λιγότερα από όσα αν διοριστείς καθηγήτρια στο δημόσιο». Έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό μου αυτή η ρήση, ιδίως τα τρία τελευταία χρόνια, νομίζω αποδίδει πολύ περιεκτικά τη νεοελληνική αντίληψη για την οικονομία, ένα κρατικίστικο μοντέλο βαθιά ριζωμένο, αλλά και επαληθευμένο από την εμπειρία πολλών δεκαετιών.
Μοντέλο που προκειμένου να μη χάσει την ισχύ του, είδαμε πρωθυπουργούς να ταπεινώνονται, να εκπαραθυρώνονται, κυβερνήσεις και κόμματα να συνθλίβονται, ολόκληρη την πολιτική τάξη να λουφάζει ζαρωμένη στις οπισθοφυλακές του λαϊκισμού, ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας να καταρρέει. Και το χειρότερο, δεν έχει γίνει ακόμα αντιληπτό ότι ακριβώς λόγω αυτού του μοντέλου δίχως τρόικα δεν μπορούμε πια να κυβερνηθούμε. Είναι θέμα ώσμωσης. Τόσο καλύτερα μέσα στο δημόσιο απ’ όσο έξω απ’ αυτό, που αν πείθονταν οι ξένοι να μας αδειάσουν τη γωνία, η πίεση για διορισμούς θα ήτανε τέτοια, θα αρκούσαν λίγοι μήνες διακυβέρνησης και το έλλειμμα θα εκτινασσόταν ξανά σε διψήφια νούμερα. Και αν τα λεγόμενα αστικά κόμματα είναι καταδικασμένα να υποφέρουν γονιδιακά σχεδόν από την κληρονομιά πολλών γενιών πολιτικάντηδων, η αριστερά άραγε για ποιο λόγο υπερασπίζεται αυτή την ανισότητα; Και μάλιστα την καλύπτει ιδεολογικά, ιδεοληπτικά είναι το σωστότερο να πω.
Και μια που το ’φερε ο λόγος, μια χαρά ευφημισμοί και οι διάφορες ιδεολογικές ταυτότητες και διαφορές. Δηλαδή, από τη λαϊκή λεγόμενη δεξιά ως τη δημοκρατική λεγόμενη αριστερά, τι άλλο, παρά μια και η ίδια σοσιαλδημοκρατική σούπα, επιπέδου έκθεσης ιδεών μαθητή τρίτης λυκείου – αν εξαιρεθούν ορισμένα ρητορικά σχήματα, στην πραγματικότητα μικροπολιτικές τακτικές προς τους ψηφοφόρους των γειτονικών άκρων. Ύστερα φοράει ο καθένας τον ευφημισμό του, το ιδεολογικό του καπελάκι, και πορεύεται. Οι φωτογενείς από τη μια τηλεοπτική ρούγα στην άλλη, μερικοί και στις συνεδριάσεις της βουλής όπου τελευταία γίνεται και λίγος τζερτζελές.
Όμως στον τίτλο υποσχέθηκα και λίγο Ροΐδη. Δύο αποσπάσματα.
«Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται, διότι εκεί υπάρχουσιν άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν∙ αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία, μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα, να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου». [Εμ. Ροΐδης, άπαντα, Ερμής 1978, τόμος Β’ σελ. 138]
«Τούτο όμως, κ. συντάκτα, δυσκολεύομαι να το πιστεύσω, διότι πλουσιώτερον της Ελλάδος έθνος δεν πιστεύω να υπάρχη εν τη οικουμένη. Είπατέ μου, αν γνωρίζετε, εις ποίον άλλον τόπον υπάρχει τοσαύτη πληθώρα χρημάτων, ώστε προς εξάντλησιν αυτών ν’ αναγκάζεται η κυβέρνησις να συντηρή δι’ οκτώ στρατιώτας ένα αξιωματικόν ή δι’ ένα τάγμα πυροβολικού εννέα ταγματάρχας; Ποίον άλλο του κόσμου μέρος έχει αναλόγως του πληθυσμού του το δέκατον των υπαλλήλων μας;» [Όπως παραπάνω, σελ. 187]
Τα αποσπάσματα είναι από τον Ασμοδαίο, το σατιρικό περιοδικό που εξέδιδε ο Ροΐδης, το πρώτο από το Πολιτικόν Δελτίον (8-6-1875), το δεύτερο από επιστολή (7-3-1876). Τότε το νεοελληνικό κράτος ήταν μόλις 33 χρόνων, έκτοτε κύλησαν άλλα περίπου 138 χρόνια. Η κακοδαιμονία στην καρδιά της νεοελληνικής διοίκησης, το αδέσποτο πολιτικό προσωπικό και η εξ αυτού πελατειοκρατία, μοιάζει να μην άλλαξε και πολύ. Διαβάζοντας τον Ροΐδη αυτό που φαίνεται να άλλαξε, και δη προς το χειρότερο, είναι η δυνατότητα να στηλιτεύσει κανείς την εν λόγω κακοδαιμονία. Αλλά και γι’ αυτό ακόμα, νομίζω, δεν είναι δίχως ευθύνες οι λογής καθησυχαστικοί ευφημισμοί.