Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Μίλτος Σαχτούρης: Τὸ κεφάλι τοῦ ποιητῆ.

Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005).

 

 

 

 

 

 

  

Τὸ κεφάλι τοῦ ποιητῆ

Ἔκοψα τὸ κεφάλι μου
τό 'βαλα σ᾿ ἕνα πιάτο
καὶ τὸ πῆγα στὸ γιατρό μου

-Δὲν ἔχει τίποτε, μοῦ εἶπε,
εἶναι ἁπλῶς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στὸ ποτάμι καὶ θὰ ἰδοῦμε

τό 'ριξα στὸ ποτάμι μαζὶ μὲ τοὺς βατράχους
τότε εἶναι ποὺ χάλασε τὸν κόσμο
ἄρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
νὰ τρίζει φοβερὰ καὶ νὰ οὐρλιάζει

τὸ πῆρα καὶ τὸ φόρεσα πάλι στὸ λαιμό μου

γύριζα ἔξαλλος τοὺς δρόμους

μὲ πράσινο ἑξαγωνομετρικὸ κεφάλι ποιητῆ


(Από τη συλλογή "Τὸ σκεῦος" [1971], τόμος ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1945-1971), εκδόσεις Κέδρος 1979.)

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Gore Vidal (3 Οκτωβρίου 1925 - 31 Ιουλίου 2012).

Ο Γκορ Βιντάλ εξέλιπε. Δυνατό μυαλό και συγγραφέας. Ειρωνεία, σαρκασμός, ιδιοφυΐα. Με θαυμαστή οικονομία στα μυθιστορήματά του (κρίνοντας από τα τρία που γνωρίζω): τον Ιουλιανό (1964), τη Δημιουργία (1981), το Σε ζωντανή μετάδοση απ' το Γολγοθά (1992). Η Αντιόχεια, η ωραιότερη πόλη της όψιμης αρχαιότητας, οι ναοί, τα πλήθη, οι τελευταίες εκλάμψεις ενός κόσμου που αλλάζει άρδην, στο πρώτο, το παλάτι του Δαρείου, η Ινδία του Βούδα, η Κίνα του Κομφούκιου, το θέατρο της Αθήνας στο μακρύ διαπολιτισμικό ταξίδι του Κύρου Σπιτάμα, στο δεύτερο, το βιτριολικό σχόλιο ενός φιλελεύθερου, βαθιά καλλιεργημένου, αλλά και το σημαντικότερο επιτέλους ενός ευφυούς συγγραφέα, στο τρίτο.   

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Κως, μια μικρή εκδοχή του κόσμου.


17 ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ LIFO
18.7.2012
The Summer fiction issue
Μια μικρή εκδοχή του κόσμου.
Από τον Αντώνη Νικολή
Ένα διήγημα για την Κω.

.
Πρόσφατα μόλις άρχισα να κατανοώ πως όσο κι αν απομακρύνομαι, όπου κι αν ταξιδέψω, μετακινούμαι ελάχιστα από τον πολύ οικείο μου χώρο, την Κω. Χώρος που όλο και στενεύει, μην περιοριστεί στο τέλος -σκεφτόμουν τις προάλλες- στο οικόπεδο του σπιτιού μου, μην, ακόμα κι αν φτάσω μέχρι τον Αμαζόνιο, στη Βραζιλία δηλαδή, το κάνω μόνο για να περιποιηθώ τη μικρή mangueira στη νότια άκρη του κήπου μου, να δέσει καρπούς, να γεμίζω ύστερα γυάλες γλυκό του κουταλιού μάνγκο.
Αλλά, ας εξηγηθώ. Η αδελφή της γιαγιάς μου και νονά μου, η νανά –όπως λέμε στο νησί- η Φροσύνη, καθόταν στην ψάθινη καρέκλα πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτάς της με το βλέμμα στην κίνηση της Ιπποκράτους, από τους κεντρικότερους δρόμους της πόλης, κι όταν δεν δάκρυζε για τα βάσανα, την πολύ πρόωρη χηρεία της, που ήτανε «μόνια μοναχή», αναπολούσε την Κω πριν από τον σεισμό του ’33, πριν από την ιταλική πολεοδόμηση, και πόσο την αναζωογονούσαν τα ταξίδια στην Πάτμο, ότι μ’ αυτά επέστρεφε στην προσεισμική Χώρα, με τα καντούνια, τα άσπρα σπιτάκια, την αρχοντιά των ανθρώπων τότε. Πέρασα δώδεκα ολόκληρα χρόνια που με εμμονή επισκεπτόμουν χειμώνα-καλοκαίρι την Πάτμο, για Σαββατοκύριακα, για δεκαπενθήμερα, για μήνα ή και περισσότερο. Σε κάθε ευκαιρία. Η παρέα τα ίδια εκείνα χρόνια ταξίδευε Βερολίνα και Ιταλίες και Σκανδιναβίες – εμένα και μου κόστιζε περισσότερο (μαγεμένος, ό,τι άγγιζα το… χρύσωνα στην Πάτμο) και καθόλου δεν τους ζήλευα. Κάθε φορά από το πλοίο κι απ’ τη Σκάλα προς τη Χώρα, δεν το πίστευα πως υπήρχε όντως ό,τι αντίκριζα, μου θύμιζε την ταπισερί, την πάντα του τοίχου στο παιδικό μου κρεβάτι με τη νυχτερινή Βενετία να κυματίζει ελαφριά, ακόμα πιο ονειρική με την Αποκάλυψη στο κέντρο και τα φωταγωγημένα τείχη του Μοναστηριού ψηλά στην κορφή. Η Πάτμος ήτανε τα τριάντα μου, ήταν οι αναδρομές στην παλιά μυστική Χώρα της νονάς μου, και όλα τ’ άλλα τα… συμπαρομαρτούντα, βέβαια. Όπως παλιότερα, έφηβος, όταν περνούσα την Πύλη d’ Amboise στα τείχη της Παλιάς Πόλης στη Ρόδο, κάπως σαν να διέσχιζα τη Γέφυρα των Ιπποτών της Οδού των Φοινίκων στην Κω για να μπω στο κάστρο του λιμενοβραχίονά μας. Οι λέξεις ηδονή, λαγνεία, λίμπιντο, αν έχουν μια σκηνογραφία στο μυαλό μου, βρίσκονται εκεί, μα και η Ρόδος δεν είναι παρά τα δεκαοκτώ μου και μια γαλαρία νοητή και αυτή της Κω.
Από την Πάτμο με τράβηξε με το ζόρι ο κολλητός μου. Είχα εν τω μεταξύ παρατήσει τις μηχανές, είχα και σχετική πείρα οδηγού μαζί κι ένα Renault Clio, είχε έρθει η ώρα της Κρήτης, δηλαδή μιας πιο οριζοντιωμένης στα νερά της Μεσογείου και πολλαπλάσιας σε έκταση (όμως και πάλι) Κω. Από γεωλογική άποψη, άλλωστε, μοιάζουν κορφές του ίδιου βουνού η Μεγαλόνησος και τα Δωδεκάνησα. Είκοσι μέρες δεν χόρταινα να σεργιανίζω πάνω-κάτω, ιδίως κάτω (Μάταλα, Κομμός, Τριόπετρα, Άγιος Παύλος, Σούγια, οι ωραιότερες παραλίες γυμνιστών του σύμπαντος), το ανεξερεύνητο καινούριο οικείο.