Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Βασίλης Διοσκουρίδης (1941-2011).

Ο Β. Δ. γεννήθηκε το 1941 στην Αταλάντη και φοίτησε στη Νομική Αθηνών. Ανάμεσα στο 1978 και το 1997 εξέδιδε το περιοδικό λογοτεχνίας Εκηβόλος, εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής, ενώ από το 1992 μαζί με τη σύντροφό του Τζούλια Τσιακίρη διευθύνουν τον ποιοτικό μικρό εκδοτικό οίκο Το Ροδακιό. Υπήρξε ταυτόχρονα η κεφαλή, το κέντρο ενός λογοτεχνικού κύκλου, της  Εταιρείας φίλων του περιοδικού Εκηβόλος & των εκδόσεων Το Ροδακιό, όπως τυπώνεται σταθερά στα οπισθόφυλλα των βιβλίων τους, αλλά και ο αποτραβηγμένος, στην όψη σχεδόν απόκοσμος ασκητής, διανοούμενος, αισθητής και λάτρης των γραμμάτων. Τον συνάντησα για πρώτη φορά πριν από ενάμιση περίπου χρόνο στο μικρό δυαράκι – γραφείο, δίπλα στο σπίτι τους στην Απόλλωνος, είχα ραντεβού με την Τζούλια. Μίλαγε με πολλές μακρές σιωπές, αρκετές από αυτές παύσεις, κάθε τόσο με τα κίτρινα δάχτυλα του χρόνιου καπνιστή άναβε τσιγάρο. Στοίχιζε τις κουβέντες του με το σταθερό τόνο της φωνής και τη στίξη του γραπτού λόγου. Λόγιος, μπορεί να σκεφτόσουν παλιομοδίτης, αλλά την ίδια στιγμή καταλάβαινες πως τη στάση του την καθόριζε ένα πείσμα όχι εγκεφαλικού, αλλά αισθαντικού, ιδιοσυγκρασιακού σχεδόν διανοητή. Και τις επόμενες τέσσερις πέντε φορές που συναντηθήκαμε μου απευθυνόταν πάντοτε στον πληθυντικό, δε μιλήσαμε ποτέ στον ενικό ούτε με οικειότητα. Πέντε μέρες πριν από τη θανή του, στο καθιστικό τους, σε συνάντηση που νομίζω επεδίωξε η Τζούλια και για μια παραπάνω επικοινωνία μου μ’ εκείνον, μόλο που αδύναμος, όσα μού απηύθυνε – λόγια καίρια και πυκνά πολύ- δύσκολα θα τα ξεχάσω.

Απεβίωσε στη μιάμιση το πρωί της Τρίτης 20 τρέχοντος. Το βράδυ, στο ίδιο καθιστικό, μαζί και με τον πολύ καλό συγγραφέα και φίλο, τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, αυτόν που μεσολάβησε πριν από δυο χρόνια για τη γνωριμία μου με την Τζούλια και τον εκλιπόντα, θα γνώριζα και τον έναν μετά τον άλλο τους φίλους του Εκηβόλου, τη συντροφιά που είχε κέντρο εκείνον και που συναντιόντουσαν πια γύρω από τη μνήμη του μόνο. Λιγοστές κουβέντες, ευγένεια, διακριτά πορτρέτα, χαρακτήρες και έκφραση. Δύο μέρες έπειτα, η ίδια συντροφιά, σιωπηλά, με λιτότητα που ταίριαζε στον άνθρωπο, κήδευσε και τη σορό του. Το βροχερό απομεσήμερο της περασμένης Πέμπτης.   


Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: Ο ηλίθιος.


Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι γεννήθηκε στη Μόσχα το 1821. (Την ίδια χρονιά στη Ρουέν της Νορμανδίας και ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, με επιπλέον κοινό ότι ήταν και οι δυο τους γιοι γιατρών. Ο πρώτος έζησε ως το 1881, ο δεύτερος ως το 1880.) Ο Φ. Ν. γράφει τον Ηλίθιο στη διετία 1867 – 68. «Η κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος», σημειώνει ο ίδιος σε γράμμα του, «είναι η απεικόνιση του απολύτως θαυμάσιου ανθρώπου. Δεν υπάρχει τίποτα δυσκολότερο από αυτό στον κόσμο, ιδίως τώρα… Το θαυμάσιο είναι ιδανικό, και το ιδανικό, το δικό μας, αλλά και της πολιτισμένης Ευρώπης, δεν έχει δουλευτεί ακόμα». Να σημειωθεί επίσης ότι και ένας τρίτος έξοχος του 19ου, ο Χέρμαν Μέλβιλ, ήταν κι αυτός περίπου συνομήλικός τους (1819 - 1891).

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Cesária Évora (1941 -2011).


Η περήφανη γυναίκα, η φωνή του Cabo Verde, απεβίωσε το περασμένο Σάββατο 17 Δεκεμβρίου σε κλινική του τόπου της, στο Μιντέλο του Σάο Βισέντε. Μας γνώρισε τα mornas, τα τραγούδια της μικρής νησιωτικής χώρας της.
Τη φωνή της την έχω συνδέσει συνειρμικά με τα απογεύματα στο Λιβυκό, στη Νότια Κρήτη, εκεί, οδηγώντας το παλιό αυτοκινητάκι μου, δεν έλεγα να ξεκολλήσω από τις κασέτες της, από τις πλέον μακροχρόνιες μουσικές εμμονές μου. Τότε, το 1997. Θα γινόταν βέβαια αργότερα και η κύρια πύλη προς την καμποβερντιανή μουσική και τα στέκια της στη Λισαβόνα, τη μαγική σκηνή του B. Leza μέχρι πριν από λίγα χρόνια (προς τιμήν του θείου της με το ψευδώνυμο B. Leza από την πορτογαλική λέξη beleza που σημαίνει ομορφιά, αυτού που τη μύησε στο τραγούδι), αλλά και τα γεύματα μετά μουσικής τα μεσημέρια Τρίτες και Πέμπτες στην Καμποβερντιανή Ένωση, τα ρεσιτάλ στην Aula Magna, όπως και τους πολύ όμορφους ανθρώπους, στην όψη και στην κίνηση, τους συμπατριώτες της.

Με ήπια μελαγχολία και με ήπια κατάφαση στη ζωή, απόγευμα, κοιτάζει γελαστή την κάμερα, καθισμένη σε ξύλινη καρέκλα με ψαθί, με τα πέλματα χαλαρά και γυμνά, ύστερα, όταν δε θα την καταγράφει πια κανείς, θα στείλει το βλέμμα ήσυχα και θαρρετά μακριά πέρα στον ωκεανό.