Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Hermann Broch: Οι Υπνοβάτες ΙΙ, 1903, ΕΣ ή Η ΑΝΑΡΧΙΑ.

Στο δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας "Οι Υπνοβάτες", ο Μπροχ μετακινεί την αφήγησή του δεκαπέντε χρόνια αργότερα, από το 1888 στο 1903, και παρακολουθεί τα βήματα ενός τριαντάχρονου λογιστή, του Αύγουστου Ες. Παρόλο που δεν κοινωνιολογεί, ως ένα βαθμό καταγράφει τον αναδυόμενο και ανασφαλή κόσμο των μικροαστών της κεντρικής Ευρώπης, την αδυναμία του γενικότερου προσανατολισμού και τη συγκεχυμένη ταυτότητα των εν λόγω στρωμάτων του πληθυσμού.


[Η ιστορία ξεκινάει με τον Αύγουστο Ες, μόλις απολυμένο από εταιρεία της Κολωνίας. Γύρω του -δυνατά διαγραμμένοι δεύτεροι χαρακτήρες-, η 36χρονη ταβερνιάρισσα, από πολλά χρόνια χήρα, η μαμά - Χέντγεν όπως την αποκαλούν οι θαμώνες της ταβέρνας, ο ανάπηρος Μάρτιν Γκάιρινγκ, φίλος του Ες και σοσιαλιστής συνδικαλιστής, αυτός που θα του βρει καινούργια θέση εργασίας στο λογιστήριο της ναυτιλιακής εταιρείας του Έντουαρντ φον Μπέρτραντ (του γνωστού μας ήδη από τους Υπνοβάτες-Ι) στο Μάνχαϊμ, και εκεί μία σειρά από άλλα πρόσωπα, ο τελωνειακός επιθεωρητής Βαλτάσαρ Κορν, η αδελφή του Έρνα, στο σπίτι των οποίων νοικιάζει δωμάτιο ο Ες, και ο καπνοπώλης Φριτς Λόμπεργκ. Στο Μάνχαϊμ επίσης, θα συλληφθεί, ύστερα από συμμετοχή του σε συνέλευση εργατικών συνδικάτων, ο Μάρτιν Γκάιρινγκ, ενώ ο Ες θα σχετισθεί με τα μέλη ενός περιοδεύοντος θιάσου (σαλτιμπάγκων), τον Γκέρνετ, το διευθυντή του θεάτρου, τον Ουγκροεβραίο ταχυδακτυλουργό Τέλτσερ και τη βοηθό του Ιλόνα. Ο Ες παραιτείται, επιστρέφει στην Κολωνία και συνεργάζεται με τον ιμπρεσάριο Οπενχάιμερ, διοργανώνοντας θεάματα πάλης γυναικών. Ονειρεύεται συνεχώς να μεταναστεύσει στην Αμερική, ενώ σταδιακά παρασύρει τη μαμά - Χέντγεν, αλλά και με τη σειρά του υποκύπτει στο σκληρό πεισματάρη έρωτά της. Στην Κολωνία, συλλέγοντας πληροφορίες από gay bar, θα επιβεβαιώσει το ότι ο φον Μπέρτραντ, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για τη φυλάκιση του Μάρτιν, είναι ομοφυλόφιλος, αλλά τη στιγμή που θα τον καταγγέλλει εγγράφως γι' αυτό, θα πληροφορηθεί ότι ο Μπέρτραντ είναι ήδη νεκρός, ότι αυτοκτόνησε. Μαμά - Χέντγκεν και Ες, παντρεμένοι και έχοντας ξοδέψει όλα τους τα κεφάλαια σε "θεατρικές επιχειρήσεις", καταλήγουν στην πατρίδα του Ες, το Λουξεμβούργο.]
Κατά τον ίδιο τον Μπροχ, ο Ες, όπως κι ο Πάσενοβ των Υπνοβατών-Ι, "είναι και οι δύο ηθικολόγοι, έστω κι αν υπακούουν σε διαφορετικά ηθικολογικά δόγματα, ηθικολογικά δόγματα τα οποία σ' αυτήν την εποχή της κατάρρευσης των αξιών αργοπεθαίνουν και τελικά καταλήγουν στο "ρομαντισμό"." (επίμετρο στους Υπνοβάτες-ΙΙΙ, σελ. 456).
Πολλά θα μπορούσε να παρατηρήσει και να σημειώσει κανείς για τη ρευστότητα του κόσμου, εξωτερικού όπως και όσο τον αντιλαμβάνεται ή εσωτερικού όπως κατά διαστήματα τον εξωτερικεύει με ποικίλες εκρήξεις ο Ες. Ζούμε σε ανάλογη εποχή, και τον Ες, με τις αμηχανίες, τις παλινωδίες, τις αναιτιολόγητες αντιδράσεις ή την αδυναμία, όπως τον θέλει ο δημιουργός του, να ορίσει το νόημα της ζωής του, τον κατανοούμε σαν έναν εντελώς σύγχρονό μας.
"Το τέμπο της αφήγησης ανακόπτεται από μακριούς στοχασμούς", κατά τη διατύπωση του ίδιου του Μπροχ, όταν -για να το πούμε αλλιώς- ο αφηγηματικός χρόνος μοιάζει να διαστέλλεται, σαν για να απολαύσουμε ένα είδος ποιητικής εγρήγορσης, εξαιρετικής ευαισθησίας. Όπως στις σελίδες 22-23 με τους γερανούς στις πλατφόρμες εκφόρτωσης έξω από το γραφείο του Ες στο Μάνχαϊμ, ή στις σελίδες 30-31 με τη φαντασίωση του Ες μπροστά στο θέαμα του ταχυδακτυλουργού Τέλτσερ, ή στις 87-88 στα γραφεία του Οπενχάιμερ, ή στις 120-130 με τη μαμά - Χέντγεν και τον Ες στο δασικό μονοπάτι, στο παγκάκι, και στο τέλος να κάνουν σεξ, ή και στις 188-189 με τη συνάντηση και το διάλογο Ες και Μπέρτραντ.
Και τρία μικρά αποσπάσματα:
Σελ.120, "Δέχτηκε το φιλί του προσφέροντάς του κάτι χείλια παχιά και στεγνά σαν ζώο που κολλάει τη μουσούδα του σ' ένα τζάμι."
Σελ. 178, "Ο άνθρωπος που νοσταλγεί από μακριά τη γυναίκα του ή έστω το σπίτι της παιδικής του ηλικίας, στέκει στο κατώφλι της υπνοβασίας."
Σελ. 208, "Να που αυτή η λέξη είχε και πάλι ξεπροβάλει, δεν είχε όμως εμφανιστεί σαν πεταλούδα που περνάει αθόρυβα: όχι, η λέξη φόνος είχε εισβάλει με τον πάταγο ενός τραμ που περνάει μέσα από τους νυχτερινούς δρόμους -και τώρα ωρυόταν. Οι νεκροί κληροδοτούσαν στους άλλους το θάνατο."
(Εκδόσεις ΜΕΔΟΥΣΑ / ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, μετάφραση Κώστας Κουντούρης, 1993, σελ. 242.)