Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Κριτικές / Το σπίτι φεύγει

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ, ΤΩΡΑ ΦΕΥΓΕΙ ΚΑΙ ΤΟ… ΣΠΙΤΙ

Της ΜΑΤΙΝΑΣ ΚΑΛΤΑΚΗ

Από το πρώτο έργο του, το μονόλογο «Ο κύριος Εμμανουήλ και ο Ροΐδης» που ερμήνευσε ο Σταμάτης Φασουλής τον περασμένο Σεπτέμβριο, φάνηκε ότι ο Αντώνης Νικολής έχει ταλέντο, ευφυΐα και ευαισθησία τέτοιας ποιότητας που μπορεί να γράψει καλό θέατρο. Τώρα στο θέατρο «Δημήτρης Χορν» ο Σταμάτης Φασουλής παρουσιάζει το έργο του «Το σπίτι φεύγει», μία πικρή κωμωδία σε εννέα σκηνές για τρία πρόσωπα. Ο Αντώνης Νικολής έγραψε καλό θέατρο.


Ένα ζευγάρι, παντρεμένο 21 χρόνια, γύρω στα 45 πια, κατοικεί σε ωραίο σπίτι στην Κηφισιά. Στο ισόγειο βρίσκεται θανάσιμα τραυματισμένη η Λίμπυ, μία Λευκορωσίδα πιανίστα, της ίδιας ηλικίας –δεν τη βλέπουμε ποτέ. Το τρίτο πρόσωπο του έργου είναι ένας άντρας 30 ετών, εραστής της Λίμπυ, ο Χριστόφορος. Το μυστήριο που καλύπτει τον τραυματισμό της Λίμπυ –απόπειρα δολοφονίας ή αυτοκτονίας- δίνει μια επίφαση αστυνομικού ενδιαφέροντος στην ιστορία, αν και φαίνεται εξαρχής ότι ο συγγραφέας αλλού θέλει να το πάει, στους μικρούς, αλλεπάλληλους τραυματισμούς, στις φονικές προδοσίες της καθημερινότητας.
Ο Αντ. Νικολής έξυπνα χρησιμοποιεί μία ιστορία βάσης σαν όχημα για να παρασύρει εύκολα το μεγάλο κοινό, ώστε να μπορέσει να μιλήσει για το υπαρξιακό δράμα του Αντρέα, του κεντρικού του ήρωα. Έτσι δημιουργεί δύο διαρκώς επικοινωνούντα πεδία, την εκτός σπιτιού ιστορία του θανάσιμου τραυματισμού της Λίμπυ και την εντός του σπιτιού ιστορία του «θανάσιμου τραυματισμού» του Αντρέα. Της πρώτης τα στοιχεία περιγράφουν οι αυτόπτες μάρτυρες, η Μίλυ και ο Χριστόφορος. Της δεύτερης τα καταλαβαίνουμε από τη σύγχυση, την απορία, τον πανικό που κρύβουν τα λόγια του Ανδρέα.
Ο συγγραφέας κινεί τον άνδρα μεταξύ των δύο ιστοριών με εντυπωσιακή άνεση, εμβολιάζοντας τη μια με την άλλη –κατορθώνοντας εντέλει να προσωποποιήσει την ξένη ιστορία, να ταυτιστεί ο ίδιος με την ξένη γυναίκα. Εκείνη ζει σε ξένη γη, εκείνος σε ξένο σπίτι. Και οι δυο στο τέλος θα επιβιώσουν, εκείνη ξαναγυρίζοντας στην πατρίδα της, εκείνος πιστεύοντας ότι μπορεί να ξανακάνει το σπίτι του δικό του.

ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ
Ο Ανδρέας από την πρώτη σκηνή θέλει να πετάξει εσπευσμένα όλα τα έπιπλα του σπιτιού του. (Τον καταλαβαίνει καθένας που έχει προβληματιστεί πάνω στο συνηθισμένο φαινόμενο των επίπλων που συνθέτουν σπίτι, όταν σπίτι δεν υπάρχει.) Η τακτοποιημένη του ζωή του κρύβει την χρόνια καταπίεση μιας μακροχρόνιας σχέσης. Ο ήρωας αγαπά τη γυναίκα του αλλά νιώθει κουρασμένος και λυπημένος για το χρόνο που περνάει. Λέει πως άλλοι Έξω περνούν καλά ενώ εκείνος βλέπει την πόρτα να κλείνει πίσω του, παγιδευμένος στη σύμβαση της τακτοποιημένης ζωής του. Κανείς δεν επιλέγει την οικογένειά του, ένα σύνολο προσώπων που έχει τη δύναμη να υποθηκεύσει για πάντα την ικανότητα ενός παιδιού, του νέου ανθρώπου να ευτυχήσει. Ο ήρωας στο έργο «Το σπίτι φεύγει» νιώθει πως τη μητέρα του αντικατέστησε η γυναίκα του και ασφυκτιά. Της καταλογίζει ότι τον ερμηνεύει και τον προστατεύει. Θα έχετε ακούσει εκείνο το κλισέ που λέει ότι σε μια επιτυχημένη σχέση ο έρωτας έχει δώσει ειρηνικά τη θέση του στην αγάπη και τα συναφή. Μόνο που ο έρωτας είναι πάντα πιο ενδιαφέρων από την αγάπη, η αγάπη βοηθάει να προχωρήσουμε αλλά συχνά τόσο ο έρωτας όσο και η αγάπη μάς εμποδίζουν να ζήσουμε.
Ο Ανδρέας πετάει ένα ένα τα έπιπλα επιδιώκοντας την αλλαγή, κι όπως το σπίτι απογυμνώνεται, ο ίδιος απελευθερώνεται. Δεν θα τολμήσει, ωστόσο, να προχωρήσει την καθυστερημένη του «επανάσταση» μέχρι τέλους. Νέα έπιπλα θα μπουν στη θέση των παλιών και στο τέλος δεν θα αφήσει για πάντα πίσω του τους βαρετούς φίλους που του επιβάλλει η γυναίκα του.

ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΕΚΒΑΣΗ
Θα ήθελα λιγότερα «πραγματολογικά» στοιχεία, που το μόνο που εξυπηρετούν είναι την κωμική διάσταση της ιστορίας αλλά μειώνοντας την αξία του έργου σε προοπτική χρόνου, και οπωσδήποτε διαφορετικό τέλος γι’ αυτό το έργο. Γιατί αν μια σοβαρή κρίση ηλικίας, και σχέσης, που επιτρέπει στον άνθρωπο να διαβάσει μέσα του ξεκάθαρα τα ανησυχητικά μηνύματα, ξεπερνιέται με ένα νέο συμβιβασμό, με μια σχεδόν μοιρολατρική παράδοση στην καθιερωμένη ροή των πραγμάτων, τότε οι ευαίσθητοι θεατές νιώθουν θλίψη και οι υπόλοιποι δικαιωμένοι για την ατολμία και τη μιζέρια της ύπαρξής τους. Εγώ, ακόμη, και να με συγχωρέσει ο συγγραφέας, θα έκοβα την ένατη σκηνή –αναμασώνται τα ίδια πράγματα, εξωραϊσμένα με μερικούς συμφιλιωτικούς αφορισμούς. Παρότι ο ήρωας δεν θέλει να μιλήσει τηλεφωνικά στην κόρη του (δείχνοντας ότι ο «ασθενής» μπορεί να ξεπέρασε τον κίδυνο, αλλά δεν έγινε καλά), στιγμή που ακυρώνει το διάχυτο συναισθηματισμό της τελικής σκηνής, ωστόσο και πάλι η τελευταία σκηνή φέρει τα βεβιασμένα χαρακτηριστικά ενός περιττού επιλόγου.

ΤΡΕΙΣ ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ
Από την άλλη το έργο «Το σπίτι φεύγει» αποτελεί ένα θαυμάσιο δείγμα μελέτης δραματικών διαλόγων μεταξύ τριών ανθρώπων που βρίσκονται σε διαφορετική φάση και ως εκ τούτου δεν μιλούν ακριβώς την ίδια γλώσσα. Η αμεσότητα του τρόπου που η πρόταση του ενός στέκεται μόνη ή «τρυπώνει» μέσα στην πρόταση του άλλου, συχνά αλλάζοντας τη «λογική» ροή της συζήτησης ή μετατοπίζοντας το αντικείμενό της σε διαφορετική θέση, εντυπωσιάζει. Ο Αντ. Νικολής φαίνεται πως έχει μελετήσει πολύ καλά το θέατρο του παραλόγου και τον Πίντερ κι αυτό, μεταξύ άλλων, φαίνεται κυρίως στις ελλειπτικές προτάσεις που χρησιμοποιεί κατά κόρον, «προτάσεις» μιας και δύο λέξεων, που προικοδοτούν το λόγο με τη δυναμική ενός πλήθους πραγμάτων που δεν λέγονται αλλά εννοούνται.
Ο Σταμάτης Φασουλής σκηνοθέτησε την παράσταση με τον οικείο τρόπο του, προσφέροντας θέατρο που φωτογραφίζει την καθημερινότητα των πολλών. Μπορούσε, με δεδομένη τη χρόνια δημοτικότητά του στο ευρύ κοινό, να τολμήσει να στήσει μια παράσταση λίγο περισσότερο τολμηρή. Όταν, ας πούμε, ο ήρωας πετάει τα παλιά έπιπλα, έχω την εντύπωση πως η αλλαγή θα έπρεπε να είναι πιο καίρια –όχι στη θέση του παλιού καναπέ και της παλιάς τραπεζαρίας να μπουν απλώς ένας νέος καναπές και νέα τραπεζαρία (σκηνικά, κοστούμια Γιώργου Πάτσα). Στο ρόλο του Ανδρέα, ο Φασουλής έδωσε την καλύτερη ερμηνεία του των τελευταίων χρόνων έχοντας δίπλα του, ιδανική παρτενέρ, την Πέμυ Ζούνη. Ο τρίτος της παρέας είναι ο Αλέξης Γεωργούλης. Τον πρωτοείδα στην παράσταση «Τα λέμε» του Λάκη Λαζόπουλου και είχα εκτιμήσει τη σκηνική άνεση στον πρώτο θεατρικό του ρόλο. Τώρα και πάλι κερδίζει τις εντυπώσεις –έχει ερμηνευτική φυσικότητα και ωραία σκηνική παρουσία. Αν προσπαθήσει, μελετήσει, δουλέψει περισσότερο απ’ ό,τι φωτογραφίζεται (έτσι ώστε να μπορέσει να αναλάβει και ρόλους που δεν αφορούν σημερινούς νέους), μπορεί και να αναδειχθεί στον ιδανικό ζεν πρεμιέ των επόμενων χρόνων.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ, ΕΡΓΑ.ΗΜΕΡΕΣ, Κριτική θεάτρου, ΣΑΒΒΑΤΟ 11 – ΚΥΡΙΑΚΗ 12 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2003.