Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Ανάλυση / Ο κ. Εμμανουήλ και... ο Ροΐδης

Ο κ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΙ… Ο ΡΟΪΔΗΣ


Το μονόπρακτο Ο κ. Εμμανουήλ και… ο Ροΐδης αποτελεί την πρώτη εμφάνιση στο θέατρο του Αντώνη Νικολή. Ο ήρωας του έργου είναι ένας άνθρωπος σημαδεμένος ήδη απ’ το όνομά του: Εμμανουήλ Ροϊδάς. «Όχι Ροΐδης. Ροϊδάς.» Μικρή όμως η σημασία της διαφοράς, καθώς αυτονοήτως το ένα παρέπεμπε παιδιόθεν στο άλλο. Απ’ την εποχή που ο δάσκαλός τους, «τύπος είρων», τον καλούσε στο μάθημα, όχι με τ’ όνομά του, αλλά ως «συγγραφέα της Παπίσσης», έως τη στιγμή που τον συναντάμε, ο Μανώλης γίνεται Εμμανουήλ, αφομοιώνοντας την ιδιότυπη σχέση του με τον Ροΐδη τόσο, ώστε το μικρό του σύμπαν να προβάλλεται εις το διηνεκές επ’ αυτού ως επί αναποφεύκτου κατόπτρου. Εκκινώντας από το παραπλανητικό του ονόματός του, ο ήρωάς μας βρίσκει –ή «εφευρίσκει»- κοινά σημεία ταυτότητας με το μεγάλο συγγραφέα: «Αμφότεροι αποφύγαμε το γάμο, αγαπώντες να κοιμώμεθα μόνοι. (…) Την καλή μου την έλεγαν Γιάννα. Εγώ, Ιωάννα. Οι φίλοι: σκέτο Πάπισσα».


Ο κύριος Εμμανουήλ επαγγέλλεται συμβολαιογράφος και, συνεχίζοντας εκσυγχρονισμένη μια παλαιά παράδοση λογιοτατισμού, έχει θέσει ως στόχο ζωής να «φέρει σ’ επαφή το πνεύμα, το ύφος του Ροΐδη με τις πλατιές μάζες των δικτυωμένων Ελλήνων». Η ιστοσελίδα που ο κ. Εμμανουήλ Ροϊδάς συγκροτεί για τον Ροΐδη αποτελεί όχι απλώς δικτυακό τόπο μα τόπο μιας σύγχρονης μοναξιάς. Η δυνατότητα υπεξαίρεσης ενός ονόματος, μιας λέξης απογυμνωμένης από το περιεχόμενό της, που προσφέρει το διαδίκτυο, απαντά ακριβώς στη σχέση του ήρωα με την ιστορική προσωπικότητα του Ροΐδη. Η ιστοσελίδα του Ροϊδά ονομάζεται roidis.com και το προσωπικό του αδιέξοδο συμπλέκεται με την αδυναμία του να αποδώσει όχι το γράμμα αλλά το πνεύμα του συγγραφέα.

Το έργο διακατέχεται από υψηλή ειρωνεία, καθώς παρωδεί με αγαπητικό τρόπο την ήδη παρωδούσα ροΐδεια καθαρεύουσα, ενώ παράλληλα στοχεύει σε φαινόμενα του σύγχρονου βίου: η παρεξηγημένη «δημοκρατικότητα» της σύγχρονης νεοελληνικής εκπαίδευσης όπου «το χαστούκι το τρώει ο δάσκαλος», οι νέες τεχνολογίες δίπλα στην καθυστέρηση των φιλολογικών σπουδαστηρίων, ο εκβαρβαρισμός των τηλεοπτικών παραθύρων όπου συχνάζουν «φωτογενείς ρασοφόροι και αναλφάβητοι ειδικοί», ο λόγος περί των πραγμάτων και η απομάκρυνση από τα πράγματα, τα πολιτικά ήθη που μόνο αυτά «δεν αλλάζουν τόσο γρήγορα σ’ αυτόν τον τόπο», ο αέναος και εσαεί ανολοκλήρωτος ελληνικός «εκσυγχρονισμός» απ’ την εποχή του Τρικούπη και εντεύθεν, ο προκάτ πολιτισμός της δήθεν «γκλαμουριάς» και των Ολυμπιακών Αγώνων αμφοτέρων των σωτηρίων ετών 1896 και 2004 είναι μερικά μόνο από τα σημεία στόχευσης της ειρωνείας.

Ο μονόλογος του κ. Εμμανουήλ διαπλέκεται με τη μονομανία του με τον Ροΐδη σε ένα διακειμενικό ταξίδι, θριαμβευτικό όσο και άδοξο, για να σχολιάσει όλους και όλα, να εμπεδώσει την προσωπική και κοινωνική έρημο, να καταργήσει την επικοινωνιακή δυνατότητα ακόμα και με αυτόν τον υπολογιστή, τον μόνο πραγματικό συνομιλητή του ήρωα. Στο τέλος θα δραπετεύσει μόνος, με μόνη συντροφιά τον φαντασιακό Ροΐδη, τον εξαρχής σιωπηλό και ωσεί παρόντα, όχι πλέον ως αντικείμενο έμμονης ενασχόλησης και απέλπιδος προσπάθειας εκλαΐκευσης, αλλά ως μέγα σατιρικό και είρωνα πρωτοπόρο, έναν συνοδοιπόρο σε μιαν απόπειρα διεξόδου, παρηγορητικής αν και επίσης αδιέξοδης.

ΕΛΣΑ ΑΝΔΡΙΑΝΟΥ

(Από το πρόγραμμα της παράστασης, 22 Σεπτεμβρίου 2002.)